Έλληνες ιμπρεσιονιστές

Οι έλληνες καλλιτέχνες του τέλους του 19ου αιώνος και της αρχής του 20ου αιώνος δεν ήταν δυνατόν να μείνουν έξω από μια τέτοια καλλιτεχνική τάση και να μην προσπαθήσουν να την μεταφέρουν και στα δικά τους έργα. Πολλοί ήταν αυτοί που τα κατάφεραν με αξιώσεις και πήγαν αυτή την τάση του ιμπρεσιονισμού και λίγο πάρα πέρα προσαμοζοντας την και στο ελληνικό φως και στη ελληνική ζωγραφική.

Ότι μπορεί να διαπιστωθεί εύκολα με την προσεκτική μελέτη μερικών από τις χαρακτηριστικές πρώιμες εργασίες του Κωνσταντίνου Παρθένη είναι η περιπλάνησή του σε διάφορες στιλιστικές κατευθύνσεις κατά την περίοδο των σπουδών του στη Βιέννη και της παραμονής του στο Παρίσι. Έτσι μπορεί ένα έργο του να συνδέεται περισσότερο με το πνεύμα και τις κατακτήσεις της βιενέζικης Secession, ένα άλλο να κινείται στο κλίμα των ιμπρεσιονιστικών τάσεων και ένα τρίτο στο πλαίσιο των μεταϊμπρεσιονιστικών ρευμάτων, ακόμη και του φοβισμού και του εξπρεσιονισμού. Για το λόγο αυτό, οι χαρακτηρισμοί που του αποδίδονται από τους κριτικούς των αρχών του αιώνα και η σύνδεσή του μόνο με το βιεννέζικο Νέο Στυλ βασίζονται σε μεμονωμένες προσπάθειές του. Γιατί αν στα έργα του τα ζωγραφισμένα στη Βιέννη παίζουν ρόλο τα χαρακτηριστικά του Νέου Στυλ, σ’ αυτά που ζωγραφίζονται στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο σημειώνονται όλο και σαφέστερα χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον ιμπρεσιονισμό νέοϊμπρεσιονισμό και άλλες ακόμη νεώτερες τάσεις.

Σε εσωτερική επαφή με όλα τα σημαντικά και γόνιμα ρεύματα των αρχών του αιώνα, ο Παρθένης δε φαίνεται να περιορίζεται σε καμιά ξένη κατεύθυνση. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα και την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα, ο Παρθένης θα συνδεθεί πιο στενά με την αρχαία ελληνική και βυζαντινή παράδοση και με τον ελληνικό φυσικό χώρο.

Με τη μεγάλη αναδρομική έκθεση των έργων του το 1920 στην οποία εκτάθηκε και ο Ευαγγελισμός, που είχε βραβευτεί το 1910 στο Παρίσι και είχε πάρει το Αριστείο Ζωγραφικής το 1919 στην Αθήνα, κλείνει μια περίοδος της ζωής του Παρθένη και ανοίγει μία άλλη. Με την ίδρυση της «Ομάδας Τέχνη», που, όπως έχει σωστά ειπωθεί, είναι μια άλλη ελληνική Secession, παρά την επίθεση που δέχτηκε ο Παρθένης, αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο η έκταση των αναζητήσεων και η ποιότητα των διατυπώσεων της ζωγραφικής του. Τώρα, και τα χρόνια που ακολουθούν, η ζωγραφική του προσανατολίζεται όλο και σαφέστερα στα μεγάλα θέματα, ιστορικά, μυθολογικά, συμβολικά, αλληγορικά, στρέφεται σε όλο και μεγαλύτερες επιφάνειες, βασίζεται όλο και περισσότερο στις ιδεαλιστικές αξίες. Όπως ομολογεί αργότερα στον Δ. Α. Κόκκινο, «εις την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ιδεαλιστική τέχνη. Προς αυτήν οδηγεί η φύσης. Όπως είναι γνωστό, ο ίδιος ο Παρθένης έχει συναίσθηση ότι κάτι νέο φέρνει στην ελληνική ζωγραφική και την πεποίθησή του αυτή την ενισχύει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου με τα τρία άρθρα του το 1920 και η φιλία του με τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου. Ο Παπαντωνίου πολύ σωστά διαπιστώνει πρώτος ότι «ο Παρθένης είναι δημιουργός ιδεών. Δια τούτον φαίνεται τόσον αδιάφορος προς την φυσικήν αξίαν», δηλαδή εν ενδιαφέρεται για την ρεαλιστική απόδοση και τα περιγραφικά στοιχεία, αλλά για τη μεταφορά στα έργα ιδεών με κάθε είδους προεκτάσεις. Ο ίδιος ο Παρθένης άλλωστε δε θα κουραστεί να επαναλαμβάνει στους μαθητές του «ο νους μπορεί να τα συγκρίνει να τα συνδυάσει [εννοείτε τα χρώματα]» και «ο περισσότερος μόχθος, κύριοι, στη δημιουργία της τέχνης είναι η εργασία του νου», και ακόμη «η όλη εργασία γίνεται με το νου και το συναίσθημα, έτσι και ο ζωγράφος πρέπει να εργάζεται με το νου και την ψυχή.

Ο Μαλέας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, μακριά από τα αθηναϊκά εικαστικά πράγματα της εποχής του. Έτσι, ο νεαρός ζωγράφος δεν γνώρισε την ακαδημαϊκή αντίληψη που είχε επιβάλει τότε στην Αθήνα η Σχολή του Μονάχου. Σπούδασε στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και έφυγε απευθείας για το Παρίσι σε ηλικία 23 χρόνων, το 1901, για να σπουδάσει αρχικά αρχιτεκτονική. Στο Παρίσι, ο Μαλέας έμεινε μέχρι το 1908 και σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Ανρί Μαρτέν (Henri Martin).

Το 1913 εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, αλλά το 1917 μετακόμισε στην Αθήνα. Το 1917, έγινε μέλος της «Ομάδας Τέχνης», που έμελε να φέρει την πιο σύγχρονη ευρωπαϊκή ζωγραφική στην Ελλάδα. Ταξίδεψε εκτενώς στην Ελλάδα — Μυτιλήνη, Αιτωλοακαρνανία, Πελοπόννησο και νησιά — στην Δυτική Ευρώπη, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, για να δημιουργήσει μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές τοπιογραφίες του.

Πέρα από την ζωγραφική, ο Μαλέας πήρε μέρος και στις κοινωνικοπολιτικές συζητήσεις του καιρού του λαμβάνοντας θέση υπέρ των μεταρρυθμίσεων που υπόσχονταν η παράταξη των βενιζελικών. Αρθρογράφησε στον Νουμά, στο Ελεύθερο Βήμα και σε περιοδικά τέχνης. Ήταν φίλος του Γληνού, του Δελμούζου και του Τριανταφυλλίδη, και εικονογράφησε το πρώτο αλφαβητάριο που γράφτηκε στην δημοτική, το περίφημο Αλφαβητάρι με τον ήλιο.

Η αξία του έργου του αναγνωρίστηκε νωρίς και τιμήθηκε αναλόγως. Το 1923 έλαβε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Δυστυχώς πέθανε νέος, πριν προλάβει να δώσει περισσότερα.

Ο Γιώργος Μπουζιάνης (Αθήνα, 1885 – Αθήνα, 23 Οκτωβρίου 1959) ήταν Έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος.

Ο πατέρας του Γιώργου Μπουζιάνη ήταν έμπορος κρασιών και δημητριακών με καταγωγή από τα Μπουζιανέικα της Τρίπολης. Η μητέρα του Χρυσάνθη, το γένος Προκοπίου, ήταν αθηναϊκής καταγωγής.

Ο Μπουζιάνης μεγάλωσε στην αθηναϊκή γειτονιά της Νεάπολης. Σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη. Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στην Ακαδημία Τεχνών του Μονάχου κοντά στον Όττο Ζάιτζ (Otto Seitz).

Από το 1910, άρχισε να εγκαταλείπει τις κλασικές για την εποχή ζωγραφικές αναζητήσεις, για να στραφεί προς πιο σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα. Το 1914 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για να μαθητεύσει κοντά στον ιμπρεσιονιστή Μαξ Λίμπερμαν. Από το 1917 στράφηκε προς τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και σε ένα δικό του πολύ εκφραστικό ύφος. Στα έργα του άρχισε να δίνει περισσότερη έμφαση στην αποτύπωση της ανθρώπινης μορφής — κυρίως της γυναικείας φιγούρας — και στα συναισθήματα που γεννάει αυτή η αποτύπωση. Οι Γερμανοί τεχνοκριτικοί δέχθηκαν θετικά τα νέα έργα του καλλιτέχνη και το 1924 έκλεισε συμβόλαιο με την γκαλερί Μπάρχφελντ. Το 1927 έγινε στο Κέμνιτς μεγάλη έκθεση έργων του στο μουσείο της πόλης. Κατόπιν, με την οικονομική στήριξη της γκαλερί Μπάρχφελντ, πήγε στο Παρίσι, όπου έζησε κατά την περίοδο 1929 έως 1932.
Γ. Μπουζιάνης, Χορεύτριες (1936). Ελαιογραφία σε καμβά. 140 εκ. x 119 εκ. Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου

Λόγω της οικονομικής κρίσης που είχε χτυπήσει την Ευρώπη, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Μόναχο. Όμως, με την σταδιακή εξαφάνιση του εξπρεσιονισμού και την άνοδο του ναζισμού, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τη Γερμανία, για να επιστρέψει τελικά το 1934 στην Ελλάδα.

Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, μεσολάβησε για να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Ο διορισμός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, προς μεγάλη απογοήτευση του Μπουζιάνη. Επιπλέον, ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος αντιμετώπισε αρχικά τον ζωγράφο με αδιαφορία έως εχθρότητα.

Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για τον ζωγράφο. Μόνον το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», το φιλότεχνο κοινό άρχισε να μιλά και πάλι με ενθουσιώδη λόγια για το μοναδικό ύφος του Μπουζιάνη. Η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας για άλλη μια φορά, και τον επόμενο χρόνο (1950) εκπροσώπησε την χώρα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1956 τού απονεμήθηκε το α΄ ελληνικό βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Γκούγκενχάιμ.

Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο. Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας. Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985, και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.

Το έργο του

Ο Γουναρόπουλος υπήρξε μοναδικός στην τεχνοτροπία του. Η παρισινή εικαστική σκηνή των αρχών του 20ού αι. τον έκανε να απαρνηθεί την ακαδημαϊκή τεχνοτροπία, αλλά και τον ιμπρεσιονισμό και να δημιουργήσει ένα απολύτως προσωπικό ύφος, το οποίο δεν κατατάσσεται εύκολα σε κάποια κατηγορία[7].

Οι πίνακές του έχουν έναν υπερβατικό χαρακτήρα: εξαϋλωμένες μορφές σχεδιασμένες με λίγες λιτές γραμμές που χάνονται μέσα σε ονειρώδη χρώματα βαθυγάλανα, κιτρινοκόκκινα έως ιώδη. Στα έργα του Γουναρόπουλου, γυναικείες μορφές, δένδρα, νεκρές φύσεις με ψάρια και όστρακα σμίγουν σε μυθώδη ποιητικά οράματα. Ακόμα και οι προσωπογραφίες του με κάρβουνο ή μολύβι έχουν χαρακτήρα φευγαλέου ονείρου.

Ωστόσο, γι' αυτή την εμμονή του στα ποιητικά και συμβολικά θέματα, στη «συμπαντική ζωγραφική» όπως έλεγε ο ίδιος[10], ορισμένοι κριτικοί τον επέκριναν για «κάπως περιορισμένη ή κάπως obsédée (σικ) φαντασία»[11].

Ως δημιουργός, ο Γουναρόπουλος ήταν παραγωγικότατος. Έργα του υπάρχουν στο Μουσείο Γ. Γουναρόπουλου, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές. Σημειώνεται ότι τα έργα του τα υπέγραφε με το ακρώνυμο G. Gounaro.