Με τον όρο Μπαρόκ (Baroque) αναφερόμαστε είτε στην ιστορική περίοδο 1600 - 1750 που ακολούθησε την Αναγέννηση (ειδικότερα τον Μανιερισμό), είτε στο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό ύφος που διαμορφώθηκε την περίοδο αυτή. Το ύφος του Μπαρόκ αποτέλεσε ένα νέο τρόπο έκφρασης που γεννήθηκε στη Ρώμη της Ιταλίας, απ' όπου εξαπλώθηκε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Χαρακτηρίστηκε από ένα έντονο δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο, ενώ εφαρμόστηκε κυρίως στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική και τη μουσική, αλλά συναντάται παράλληλα και στη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική.
Σκοπός του μπαρόκ είναι πρωτίστως να εντυπωσιάσει καθώς και να εξυψώσει τον άνθρωπο μέσα από τα πάθη και τα συναισθήματα του. Σε αντίθεση με τις ιδεολογικές αρχές του ρομαντικού κινήματος, ο άνθρωπος δεν εκλαμβάνεται ως μονάδα αλλά ως μέρος ενός συνόλου. Στο μπαρόκ ύφος, σε συμφωνία με το φιλοσοφικό ρεύμα της εποχής, υπάρχουν έντονα τα στοιχεία του ορθολογισμού χωρίς όμως να αποκλείονται και οι συμβολισμοί. Ο όρος μπαρόκ προέρχεται πιθανότατα από την πορτογαλική λέξη barocco, που σημαίνει το ακανόνιστο μαργαριτάρι και ως επίθετο δηλώνει γενικά την έννοια του ασυνήθιστου ή παράδοξου. Η επιτυχία του Μπαρόκ οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στην στήριξη της Καθολικής εκκλησίας, η οποία χρησιμοποίησε την τεχνοτροπία του και το δραματικό του ύφος για την αναπαράσταση πολλών θρησκευτικών θεμάτων που προκαλούσαν την συναισθηματική συμμετοχή του θεατή. Επιπλέον, η αριστοκρατία της εποχής και η βασιλική εξουσία ευνοήθηκε από το επιβλητικό ύφος του μπαρόκ για την κατασκευή ανάλογων κτιρίων ή παλατιών που ενίσχυαν το κύρος της. Σε χώρες με έντονη παρουσία του προτεσταντικού κινήματος, όπως η Ολλανδία ή η Αγγλία, το μπαρόκ δεν κατάφερε να επικρατήσει.

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα

Σε αντίθεση με το αναγεννησιακό ύφος που βασίστηκε κυρίως στη λογική, το ύφος του μπαρόκ απευθύνεται περισσότερο στο συναίσθημα. Παράλληλα χαρακτηρίζεται σχεδόν σε όλες τις καλλιτεχνικές εκφάνσεις του από ένα αίσθημα δέους και μεγαλείου καθώς και μια υπερβολή στη διακόσμηση και την πολυτέλεια που αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος. Τα κυριότερα μέσα που χρησιμοποίησε στις εικαστικές τέχνες είναι οι καμπύλες γραμμές, οι πολύπλοκοι διπλεκόμενοι όγκοι, η αυστηρή ιεράρχηση των χώρων, η απόδοση της κίνησης, η εκμετάλευση του φωτός και η δημιουργία έντονων αντιθέσεων είτε με τη μορφή εσοχών στην αρχιτεκτονική, είτε μέσω έντονων φωτοσκιάσεων στη ζωγραφική.
 

 
 


 

Αρχιτεκτονική
Η νέα μπαρόκ αρχιτεκτονική έκανε την εμφάνιση της στην Ιταλία και οι ιστορικοί προσδιορίζουν ως αφετηρία της το έργο του Κάρλο Μαντέρνο (1556-1603) στη Ρώμη και ειδικότερα στους ναούς της Αγίας Σουζάνας και του Αγίου Πέτρου. Πρόδρομοι της μπορούν να θεωρηθούν επίσης τα τελευταία αρχιτεκτονικά έργα του Μιχαήλ Άγγελου, όπως για παράδειγμα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Με επίκεντρο την Ιταλία, ο ρυθμός μπαρόκ εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη καθώς και στην Λατινική Αμερική, κυρίως μέσω των Ιησουιτών. Οι ναοί, τα δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια, οι εσωτερικοί διάκοσμοι αλλά και οι δημόσιοι χώροι εν γένει, αποπνέουν την αίσθηση του εξωπραγματικού, πέρα από τις ανθρώπινες διαστάσεις και κατ'επέκταση την παντοδυναμία του θεϊκού αλλά και της εκκλησιαστικής (παπικής) εξουσίας.

Ως τυπικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ αρχιτεκτονικής μπορούμε να αναφέρουμε:

 δραματική χρήση του φωτισμού με έντονες αντιθέσεις
 υπερβολική χρήση διακοσμητικών στοιχείων συμπεριλαμβανομένων και μεμονωμένων γλυπτών στο εξωτερικό
 μεγάλης κλίμακας διακοσμητικές αναπαραστάσεις στις οροφές των κτιρίων
 έντονη σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη ζωγραφική
 χρήση τεχνικών οπτικής "απάτης" (trompe l'oeil)


Το βασικό αρχιτεκτονικό μπαρόκ σχήμα προβλέπει την ύπαρξη ενός κεντρικού και κυρίαρχου οικοδομήματος στο οποίο προστίθενται δύο πλάγιες πτέρυγες και παράλληλα εμπλουτίζεται από ένα χαμηλότερο προεξέχον κτίσμα. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική συνδέεται ουσιαστικά με μία βαθύτερη αλλαγή στην αντίληψη γύρω από το ρόλο των δημόσιων κτιρίων. Για τις πόλεις του 17ου αιώνα, το κτίριο εκλαμβάνεται ως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος και όχι ως ένα απλό ανεξάρτητο οικοδομικό σύνολο. Κατά συνέπεια, οι δημόσιοι ελεύθεροι χώροι μεταξύ των κτισμάτων οφείλουν επίσης να σχεδιαστούν επιμελώς. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο νέοι τύποι πλατείας, η κυκλική και η τετραγωνική. Επιπλέον οι δρόμοι οργανώνονται πιο διεξοδικά και συχνά αποτελούν επίσης αντικείμενα διακόσμησης. Ο Claude Mignot σε κατάλογο έκθεσης για την Μπαρόκ αρχιτεκτονική αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Χώροι δοξαστικοί, χώροι θέασης και χώροι για τον ελεύθερο χρόνο δημιουργούν σημεία από τα οποία εξακτινώνονται οι αρτηρίες και τα οποία αναδομούν την πόλη η οποία αποκαλείται "μπαρόκ". Αναμνήσεις των εφήμερων αψίδων των βασιλικών εισόδων, οι πύλες της πόλης προσλαμβάνουν τη μορφή μόνιμων αψίδων θριάμβου (οι πύλες του Σεν Ντενί και του Σεν Μαρτέν στο Παρίσι, η πύλη ντι Πεϊρού στο Μονπελιέ), οι κρήνες καθίστανται μνημεία (η φοντάνα ντι Τρέβι στη Ρώμη), οι πλατείες εξισορροπούν τον χώρο για τη θέαση των όψεων των μεγάρων και των ναών, οι περίπατοι οργανώνονται στη θέση των οχυρώσεων και οι γέφυρες προβάλλονται ως εξώστες στους ποταμούς· τέλος, τα θέατρα, σημείο συνάντησης της πολεοδομίας του πρόσκαιρου εξωραϊσμού και της νέας πολεοδομίας του ελευθέρου χρόνου, ανεγείρονται στις δημόσιες πλατείες (Νάπολι)».

Σημαντικά δείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής έχουμε εκτός από την Ιταλία, σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Αυστρία, η κεντρική Γερμανία και η Ρωσία.

Ανάμεσα στους σημαντικούς αρχιτέκτονες της εποχής μπορούμε να αναφέρουμε τους:

 Francesco Borromini (1599-1667)
 Calo Maderno (1556-1629)
 Gian Lorenzo Bernini (1598-1680)

Μουσική

Το μπαρόκ ύφος δεν επηρέασε μόνο τις εικαστικές τέχνες αλλά επηρέασε σε μέγιστο βαθμό και τη μουσική. Οι μεγαλύτερες κατακτήσεις της Μπαρόκ μουσικής περιλαμβάνουν την ανάπτυξη του λυρικού θεάτρου, του μουσικού είδους της όπερας και του ορατόριου.

Βασικά χαρακτηριστικά της μπαρόκ μουσικής είναι:

 Οι μείζονες και ελάσσονες κλίμακες που αντικαθιστούν τους εκκλησιαστικούς τρόπους.

  •  Η σταδιακή μετάβαση από την πολυφωνία του μεσαίωνα και της Αναγέννησης στην ομοφωνική γραφή, η οποία ολοκληρώνεται την εποχή του κλασικισμού.
  •  Η εμφάνιση νέων μουσικών μορφών, όπως η όπερα και το ορατόριο, η μπαρόκ σουίτα, η τριο-σονάτα και τα κοντσέρτα γκρόσο ή σόλο (concerto grosso, concerto solo).
  •  Η εξέλιξη αρκετών μουσικών οργάνων και η εγκατάλειψη άλλων.
  • Το basso continuo (συνεχές μπάσο ή βάσιμο)


Η μπαρόκ μουσική είναι έντονα συνδεδεμένη και με το χορό. Ειδικότερα, ως τμήματα της μπαρόκ σουίτας, εντάσσονται πολλοί χοροί όπως η γκαβότ (gavotte) ή η μπουρέ (bure).

Σημαντικοί συνθέτες της μπαρόκ μουσικής θεωρούνται οι:

  •  Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750) -- Ο θάνατος του σηματοδοτεί και το τέλος της μπαρόκ περιόδου.
  •  Γκεόργκ Φρήντριχ Χέντελ (1685-1759)
  •  Arcangelo Corelli (1653-1713)
  •  Alessandro Scarlatti (1660-1725)
  •  Jean-Baptiste Lulli (1632-1687)
  •  François Couperin (1668-1733)
  •  Jean-Phιlippe Rameau (1683-1764)
  •  Henry Purcell (1659-1695)
  •  Antonio Vivaldi (1678-1741)

Ζωγραφική
Ένας ορισμός της σημασίας του μπαρόκ στον κόσμο της ζωγραφικής παρέχεται από τους πίνακες που ετοίμασε ο Φλαμανδός ζωγράφος Πέτερ Πάουλ Ρουμπένς για την Μαρία των Μεδίκων στο Παλαί ντυ Λουξεμπούργκ (Palais du Luxembourg) στο Παρίσι, στους οποίους ένας καθολικός ζωγράφος εκπλήρωνε τις εκφράσεις ενός επίσης καθολικού μαικήνα

ο ρυθμός Μπαρόκ

barocco (ιταλ.) - baroque (γαλλ.)
(barocco = ακανόνιστο μαργαριτάρι,
αρχικά με μειωτική σημασία, για να τονιστεί
το παράξενο, το ακανόνιστο και η υπερβολή)

Ο ρυθμός baroque στην τέχνη ήταν ο νέος εκφραστικός τρόπος που επινοείται στη Ρώμη, ως έκφραση της Αντιμεταρρύθμισης, στα τέλη του 16ου αι. και κυριάρχησε στο πρώτο μισό του 17ου αι. σε χώρες της Ευρώπης, όπου ο καθολικισμός ήταν αρκετά έως πολύ ισχυρός (Ισπανία, Βέλγιο, Γερμανία, Αυστρία κ.α.), καθώς και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής (αποικίες των Ισπανών). Σε χώρες με έντονο το προτεσταντικό κίνημα, όπως η Ολλανδία και η Αγγλία, δεν μπόρεσε να επικρατήσει.

Ήταν μια τέχνη που εξυπηρέτησε την παπική εξουσία να επιβληθεί, oμοίως τη βασιλική εξουσία, αλλά και την καθολική αστική τάξη (που στη Γαλλία στηρίζει τη βασιλική εξουσία) να εκφράσει τους πνευματικούς και κοινωνικούς πόθους της.
Αν η τέχνη της Αναγέννησης απευθυνόταν, κυρίως, στη λογική, η τέχνη του baroque απευθυνόταν στο συναίσθημα: εντυπωσιάζει τα πλήθη και δημιουργεί το αίσθημα του δέους για τον πλούτο της διακόσμησης κάθε χώρου και το μέγεθος, για την υπερβολή και την πολυτέλεια.

Στη ζωγραφική του baroque είναι φανερή μια ένταση, μια αγωνία και μια βιαιότητα, που εκφράζουν μια δύναμη και αγώνα ... με αβέβαιο αποτέλεσμα ... · πάθος και έξαρση μέχρι θεατρινισμού ...

 Η ζωγραφική ήταν η κορυφαία έκφραση της τέχνης το 17ο αιώνα.

Δύο είναι οι κύριες σχολές, η ιταλική και η φλαμανδική, ενώ μεγάλα δημιουργήματα έχει και η ισπανική ζωγραφική.
Στην Ιταλία, κύριος εκπρόσωπος της τέχνης του baroque, με τάσεις ρεαλισμού, αναδεικνύεται ο Caravaggio.
Οι Φλαμανδοί : Η ζωγραφική στις Κάτω Χώρες (Φλαμανδία - Βέλγιο) κυριαρχείται από τη φυσιογνωμία του Rubens,
ενώ στην Ολλανδία που είναι χώρα διαμαρτυρομένων αναπτύχθηκε πιο ιδιότυπη ζωγραφική. Οι Ολλανδοί εγκαταλείποντας τα θρησκευτικά και μυθολογικά θέματα στρέφονται στην απεικόνιση της φύσης και της καθημερινής ζωής. Μεγάλοι Ολλανδοί ζωγράφοι του 17ου αιώνα είναι ο Rembrandt, ο Van Dyck

Στην Ισπανία σημαντικοί ζωγράφοι ο Murillo και ο Velazquez
ΟΙ μεγαλύτεροι καλλιτέχνες του Μπαρόκ είναι ο Πιέτρο ντα Κορτόνα (1596-1669), ζωγράφος και γλύπτης και ο ζωγράφος Ανδρέα Πότσο (1642-1709), όπως επίσης και ο Ιταλός γλύπτης Τζιανλορέντζο Μπερνίνι (1598-1680). Έξω από την Ιταλία, το Μπαρόκ βρίσκει απήχηση στο Φλαμανδό ζωγράφο Πέτερ Πολ Ρούπενς (1577-1640), τον περίφημο Ολλανδό Ρέμπραντ Βαν Ρυν (1606-1669) και τον Ισπανό Ντιέγκο Βελάσκεθ (1599-1660). Ένας από τους σπουδαιότερους αρχιτέκτονες της ακμής του Μπαρόκ είναι ο Ιταλός Φραντσιέσκο Μπορομίνι (1599-1667).
Ο Πιέτρο ντα Κορτόνα (1596-1669), ζωγράφος και γλύπτης, διακρίνεται από μια αντιπροσωπευτική διακοσμητική ζωγραφική ταβανιών με πολυπρόσωπες σκηνές, η οποία κοσμεί αρκετά μέγαρα στη Ρώμη, προσδίνοντας με τα έργα του την ψευδαίσθηση ότι του αιωρήματος των μορφών, οι οποίες εισέρχονται στην αίθουσα και αιωρούνται ψηλά στους αιθέρες. Παρόμοια χαρακτηριστικά βρίσκουμε και στον Ανδρέα Πότσο (1642-1709).

 

ΡΩΜΗ Ποιος- ή μάλλον τι- σκότωσε τον Καραβάτζιο; Η αιτία του θανάτου του, πριν από 400 χρόνια, ήταν ένα μυστήριο τόσο σκοτεινό όσο και η ζωή του μεγάλου ζωγράφου της Αναγέννησης. Λύθηκε μόλις τώρα από εξετάσεις DΝΑ στα λείψανά του, που έδειξαν ότι τον σκότωσε... η ίδια του η τέχνη. Φαίνεται ότι ο Καραβάτζιο πέθανε δηλητηριασμένος από μόλυβδο από τις μπογιές του, ενώ ο οργανισμός του ήταν ήδη εξασθενημένος από τη σύφιλη λόγω της έκλυτης ζωής του.

Είχε δολοφονήσει τον άνδρα μιας ερωμένης του, έμπλεκε συνεχώς σε καβγάδες, έκανε άσωτη ζωή και συναναστρεφόταν πόρνες. Παρ΄ όλα αυτά κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο Μικελάντζελο Μερίζι ντι Καραβάτζιο υπήρξε χαρισματικός ζωγράφος, πρόδρομος του μπαρόκ και ιδανικός εκφραστής του «κιαροσκούρο», της χρήσης φωτοσκιάσεων, φωτεινών αντιθέσεων και σκοταδιού στα έργα του.

Οπως αποκαλύπτεται όμως από τα οστά που αποκαλύφθηκαν τέσσερις αιώνες μετά τον θάνατό του στην Τοσκάνη, δεν τον σκότωσαν ούτε οι καταχρήσεις ούτε οι εχθροί του, όπως πιστευόταν ως σήμερα. Σύμφωνα με τον Σιλβάνο Βιντσέντι, τον επικεφαλής της έρευνας για την ταυτοποίηση της σορού, στα οστά του μεγάλου ιταλού καλλιτέχνη βρέθηκαν τεράστιες ποσότητες μολύβδου, βασικού συστατικού πολλών χρωστικών ουσιών της εποχής. Τα επίπεδα μολύβδου ήταν τέτοια που θα αρκούσαν όχι μόνο για να τρελάνουν τον Καραβάτζιο αλλά και για να συμβάλουν σημαντικά στον θάνατό του. «Ο μόλυβδος προήλθε από τις μπογιές του, είναι γνωστό ότι ήταν εξαιρετικά απρόσεκτος με αυτές. Πιστεύουμε πράγματι ότι είχε και άλλα προβλήματα υγείας, όμως η μολυβδίαση τον αποτελείωσε» λέει ο κ. Βιντσέντι. Η χρόνια δηλητηρίαση από μόλυβδο δεν σκοτώνει απαραιτήτως από μόνη της, αλλά προκαλεί πόνους στο σώμα, κατάθλιψη, αντικοινωνική ή επιθετική συμπεριφορά και οδηγεί στην κατάπτωση του οργανισμού. Ισως μάλιστα να εξηγεί εν μέρει τη βίαιη και σκοτεινή φύση του ζωγράφου και τη σκανδαλώδη για τα δεδομένα της εποχής συμπεριφορά του.

Η αιτία του θανάτου του υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια στον κόσμο της τέχνης. Οταν έπεφτε νεκρός, το 1610, σε μια παραλία της Τοσκάνης, ο 38χρονος Καραβάτζιο είχε κακοφορμισμένες πληγές στο σώμα από μια απόπειρα δολοφονίας και έπασχε από σύφιλη.

Για να εξακριβωθεί η αλήθεια έπρεπε πρώτα να βρεθούν τα οστά του. Μια μεγάλη ομάδα αρχαιολόγων και ιατροδικαστών άρχισε να τα αναζητεί μετά την αποκάλυψη ενός εγγράφου που έλεγε ότι ο Καραβάτζιο είχε ταφεί στο μικρό κοιμητήριο Σαν Σεμπαστιάνο στο Πόρτο Ερκόλε της Τοσκάνης.

Η έρευνα αυτή διεξήχθη υπό τον καθηγητή Ανθρωπολογίας Οστών Τζόρζιο Γκρουπόνι του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας, ο οποίος εργάστηκε κυρίως στην ανασύσταση του προσώπου του συγγραφέα Δάντη Αλιγκέρι.

«Ξεκινήσαμε από διάφορες ενδείξεις, κυρίως ότι ο Καραβάτζιο δεν πέθανε στην παραλία της Φενίλια στις ακτές της Τοσκάνης, όπως πιστευόταν ως πρόσφατα, αλλά σε ένα νοσοκομείο στο Πόρτο Ερκόλε» δήλωσε ο δρ Γκρουπόνι, παρουσιάζοντας αντίγραφο του πιστοποιητικού θανάτου.

Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της ραδιοχρονολόγησης με άνθρακα και σύγκρισης του DΝΑ των οστών που βρήκαν στην κρύπτη του Σαν Σεμπαστιάνο με DΝΑ από οστά κατοίκων της περιοχής με το επώνυμο Μερίζι, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η σορός που ανήκε σε έναν εύσωμο άνδρα ηλικίας 38-40 ετών όταν πέθανε γύρω στο 1610 ανήκει πράγματι στον Καραβάτζιο.



 

Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς

Γεννήθηκε στο Ζίγκεν της Βεστφαλίας, γιος του προτεστάντη δικηγόρου Γιαν Ρούμπενς. Το 1587, δύο χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Ρούμπενς μετακομίζει με τη μητέρα του στην Αμβέρσα (Antwerpen) όπου βαφτίζεται καθολικός και ξεκινά σπουδές ζωγραφικής που διαρκούν από το 1589 μέχρι το 1598, στο πλευρό επιφανών ζωγράφων της εποχής.

Το 1600, υπό τις προτροπές και των δασκάλων του, επισκέπτεται την Ιταλία και έρχεται σε επαφή με την τεχνοτροπία της ιταλικής αναγεννησιακής τέχνης. Το 1605 επέστρεψε στη Ρώμη, όπου και συνάντησε τον ζωγράφο Ελσχάιμερ ο οποίος του δίδαξε την τέχνη της χαλκογραφίας. Το 1608, μετά τον θάνατο της μητέρας του, επέστρεψε στην Αμβέρσα και έγινε ο ευνοούμενος καλλιτέχνης του Ισπανού κυβερνήτη των Κάτω Χωρών, εύνοια την οποία διατήρησε μέχρι τον θάνατό του. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής του, εργάζεται ως ο επίσημος ζωγράφος σε διαφορετικές αυλές, παράγοντας κατά κύριο λόγο πίνακες κατά παραγγελία.

Πάρα πολλοί καλλιτέχνες που ενδιαφέρονταν να μάθουν τα μυστικά της τέχνης του, τον επισκέπτονταν στο εργαστήρι του, ζωγραφίζοντας συχνά παραλλαγές και αντίγραφα των έργων του, τα οποία στην συνέχεια με ένα ρετουσάρισμα από τον ίδιο τον καλλιτέχνη, επωλούντο συχνά σαν πρωτότυπα.

Οι πίνακές του χαρακτηρίζονται κυρίως από θέματα θρησκευτικού περιεχομένου ή εμπνευσμένα από τη μυθολογία. Ανάμεσα στις σημαντικότερες δημιουργίες του περιλαμβάνονται η Μάχη του Ανγκιάρι, οι Τρεις Χάριτες, το Προσκύνημα των Μάγων καθώς και η εικονογράφηση της οροφής της αίθουσας συμποσίων στο μέγαρο Γουάϊτχολ, παραγγελία του Καρόλου Α' (1635).

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στον Πύργο του Στέεν, όπου και ζωγράφισε (παρά την ασθένειά του) μια σειρά από υπέροχα τοπία και σκηνές από την αγροτική ζωή.

Πέθανε το 1640, σε ηλικία 63 ετών, από καρδιακή προσβολή.

Το σπίτι στην Αμβέρσα όπου έζησε τα τελευταία του χρόνια λειτουργεί σήμερα ως μουσείο.


 

Ο γλύπτης Τζιανλορέντζο Μπερνίνι (1598-1680) φτιάχνει γλυπτά και συμπλέγματα, τόσο για την Εκκλησία, όσο και για πλούσιους ιδιώτες, τα οποία κοσμούν τα μέγαρά τους· η αχαλίνωτη φαντασία και δεξιότητα του καλλιτέχνη είναι εμφανής, αποδίδοντας στιγμιαίες κινήσεις, σαρκικές αισθήσεις και υφή με περίπλοκη πτυχολογία, δημιουργώντας ένα παιγνίδισμα από κινήσεις, φώτα και σκιές, εκμεταλλευόμενος τις κρυμμένες πηγές φωτός στα εσωτερικά των κτιρίων, με σκοπό να φωτίζονται τα συμπλέγματά του.

Όμως, το Μπαρόκ βρίσκει στην αρχιτεκτονική το σημαντικότερο, ίσως, μέσο έκφρασής του: οι αρχιτέκτονες των έργων Μπαρόκ μεταχειρίζονται τον κτιριακό όγκο και επιφάνεια με τέτοιο τρόπο που, από μια οπτική γωνιά, να φαντάζουν τεράστια έργα γλυπτικής: και σ’ αυτή την περίπτωση, τα αντιπροσωπευτικότερα έργα βρίσκονται στην Ιταλία.

Ο Φραντσιέσκο Μπορομίνι (1599-1667) χρησιμοποιεί έξοχα την καμπύλη τόσο στις κατόψεις όσο και στις εξωτερικές - εσωτερικές όψεις σε μια καλαίσθητα ρυθμική εναλλαγή των κυρτών και κοίλων επιφανειών στους τοίχους, εκμεταλλευόμενος το φως και τη δημιουργία «κινητικότητας» σε στατικούς τοίχους (γείσα, στοές, φανόπυργοι, τρούλοι), διακοσμώντας με ανάγλυφες ή/και ολόγλυφες παραστάσεις το εσωτερικό και την πρόσοψη των κτιρίων. Το γνωστότερο από τα έργα του είναι η εκκλησία του Αγίου Καρόλου των Τεσσάρων Κρίνων, στη Ρώμη.

Ο Φλαμανδός Πέτερ Πολ Ρούπενς (1577-1640) φημίζεται τόσο για την κινησιακή εφαρμογή στο στυλ του, αλλά και για τη ρεαλιστική απόδοση του σώματος στα αισθησιακά και πληθωρικά του γυμνά. Στη γειτονική Ολλανδία, ο Προτεσταντισμός απαγορεύει το Μπαρόκ, μιας και η εντυπωσιακή διακοσμητική ζωγραφική σε θόλους και οροφές εκκλησιών δεν είναι αποδεκτή· πλην όμως, αναπτύσσεται η ζωγραφική του κανναβάτσου σε τέτοιο αξιοζήλευτο βαθμό και σε μη θρησκευτικά θέματα, ώστε δίκαια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το 17ο αιώνα ως το χρυσό αιώνα της ζωγραφικής στην Ολλανδία.

Ο πιο φημισμένος Ολλανδός ζωγράφος, ο Ρέμπραντ Βαν Ρυν (1606-1669) δίνει έμφαση περισσότερο στα εφέ του φωτός, την απόδοση του ρεαλισμού και της υφής, παραβλέποντας την αχαλίνωτη συστροφική κίνηση και τον εντυπωσιακό ψευδαισθητισμό που απαντάται στα έργα των συγχρόνων του. Σε μερικά έργα του υπάρχει μια λιτότητα στα χρώματα, ενώ οι δραματικά φωτισμένες σκιές ξεπροβάλλουν από το σκούρο φόντο ή βυθίζονται στο μεσοσκόταδο, συναρπάζοντας.

Παράλληλα με το Ρέμπραντ, ο Ολλανδός ζωγράφος Γιαν Βερμέερ (1632-1675) κατορθώνει να μετουσιώσει το υλικό της μπογιάς σε χρωματική μελωδία, ώστε οι ολιγοπρόσωπες ζωγραφιές του (που συνήθως τοποθετούνταν κοντά σε παράθυρα δωματίων) να ακτινοβολούν το δικό τους φως, το οποίο εντυπωσιάζει τον εκτιμητή. Τέλος, ο Ισπανός Ντιέγκο Βελάσκεθ (1599-1660) προσδίδει ένα εξαιρετικό ρεαλισμό στα έργα του, με απαραίτητη τη φωτοσκίαση συγκεκριμένων περιοχών, δίνοντας στο θεατή την αίσθηση ότι στέκεται ανάμεσα στις εικονιζόμενες φιγούρες.

ζωγράφοι μπαρόκ και έργα τους
Le Baroque
ιταλια

* Carrache, Annibal [1560-1609]
* Merisi, Michelangelo (Le Caravage)
* Reni, Guido (Le Guide) [1575-1642]
* Cortona, Pietro Berretini da Cortona [1596-1669]
* Maratti, Carlo [1625-1713]
* Preti, Mattia [1613-1690]
* Giordano, Luca [1634-1705]
* Solimena [1657-1747]
* Crespi, Giuseppe Maria [1664-1747]
* Magnasco [1667-1749]
* Bibiena, Ferdinando [1657-1743]
* Biniena, Francesco [1659-1739]
* Pellegrini, G.A. [1675-1741]
* Amigoni [1682-1752]
* Crosato G.B. [1685-1758]
* Pittoni, G.B. [1687-1767]
* Carriera, Rosalba [1675-1757]
* Ghislandi, Giuseppe [1655-1743]
* Piazzetta, Giambattista [1683-1754]
* Tiepolo, Giambattista [1696-1770]
ολλανδια

* Rubens [1577-1640]
* Dyck, Sir Anthony van [1599-1641]
* Honthorst, Gerard van [1590-1656]
* Terbrugghen, Hendrik [1588-1629]
* Hals, Frans
* Rembrandt
* Terborch [1617-1681]
* Jan or Johannes Vermeer van Delft [1632-1675]
* Steen, Jan [1626-1679]
* Ruisdael, Jacob van [1628-1682]

Ισπανια

* Ribera, Jusepe de [1591-1652]
* Zurbarán, Francisco de [1598-1664]
* Velázquez, Diego da Silva [1599-1660]
* Murillo, Esteban [1617-1682]

Γαλλία

* Vouet, Simon [1590-1649]
* Callot, Jacques [1592-1635]
* Tour, Georges de La [1593-1652]
* Boulogne, Valentin de [1591-1632]
* Champaingne, Philippe de [1602-1674]
* Poussin, Nicolas [1594-1665]
* Lorrain, Claude
* Watteau [1684-1721]
* Boucher, Francois [1703-1770]
* Chardin, Jean-Baptiste-Siméon [1699-1779]
* Tour, Quentin de La [1704-1788]
* Fragonard, Jean-Honoré [1732-1806]

Γερμανία

* Elsheimer, Adam [1578-1610]
* Liss, Johann [1597-1630]
* Spiegler, Franz Joseph [1691-1756]
* Maulbertsch, Franz Anton [1724-1796]

Αγγλια

* Hogarth, William [1697-1764]
* Wilson, Richard [1717-1782]