Ποιήματα της 28ης Οκτωβρίου 1940

28 Οκτωβρίου 1940. Δύσκολη μέρα αλλά ο έλληνας την έκανε γιορτή, Με τόσους ποιητές που έχει η Ελλάδα μας πως να μην το έκανε γιορτή.Η τέχνη γεννήθηκε μαζί με το ελληνικό έθνος και ρίζωσε καλά. Μερικά από αυτά τα υπέροχα ποιήματα που μιλάνε για εκείνη την εποχή με λόγια απλά και συγκινητικά σας παραθέτω εδώ.Πάντα με συγκινούσαν και πάντα θα με συγκινούν τα λόγια που κρύβουν τόσες ηρωικές πράξεις που έγιναν από απλούς ανθρώπους για την Πατρίδα.

Ελληνάκια
Ο. Ελύτης

Το Μάρτη περικάλεσα και το μικρό Νοέμβρη
τον Αύγουστο το φεγγερό, κακό να μην μας εύρει.
Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά, είμαστε δυο Ελληνάκια
μεσ' στα γαλάζια πέλαγα και στ' άσπρα συννεφάκια.

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά κι η αγάπη μας μεγάλη
που αν τη χωρέσουμε απ' τη μια, περσεύει από την άλλη.

Ποιος έχει λόγια να την πει τέτοιαν αγάπη
ποιος ξέρει μάγια να την κάνει βουητό
μεσ' στους αιώνες να χτυπάει σαν άγριο κύμα
και να μην έχει, να μην έχει τελειωμό.
 

Αν θέλεις να λέγεσαι Ανθρωπος
Τάσος Λειβαδίτης
 

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ' το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι' όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη : Ειρήνη
σα να 'γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

 

ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΜΕΡΑ


Ευλογημένη τρεις φορές

Του Οκτώβρη αυτή η μέρα,

Που διώξανε τους Ιταλούς

Απ’ την Ελλάδα πέρα.

Ευλογημένος ο λαός

που απάντησε το όχι

ευλογημένος ο στρατός

που με τη ξιφολόγχη,

πάνω στην Πίνδο έγραψε

«Ζήτω η ελευθερία»

Και μια σελίδα έγραψε

Χρυσή στην ιστορία.

28Η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

 

Μια μέρα φθινοπωρινή

Κρύα χωρίς λιακάδα

Οι Ιταλοί θελήσανε

Να πάρουν την Ελλάδα.

Μα οι Έλληνες απάντησαν

ΟΧΙ με ένα στόμα

Εχθρού ποδάρι δεν πατά

Στο Ελληνικό το χώμα.

Γιατ’ είναι χώμα ιερό

Με αίμα ποτισμένο

Κι από τα χρόνια τα παλιά

Δάφνες μυρτιές, σπαρμένο.

Η ΣΗΜΑΙΑ
Αυτό είναι το ιερό πανί, το γαλανό και τ’ άσπρο
κομμάτι απ’ ανοιξιάτικο και ξάστερο ουρανό
που’ ναι λευκό σαν τον αφρό, του κύματος που ανθίζει
σε περιγιάλι ολόμορφο, σε πέλαο μακρινό.

Αυτό είναι το ιερό πανί, που όταν περνάει μπροστά μας
υγραίνονται τα βλέφαρα και σπαρταράει η καρδιά.
Έκλαψαν μάτια και καρδιές, επάνω της κι οι κόρες
τις νύχτες την υφαίνανε κρυφά στον αργαλειό.

Είναι η σημαία τη βλόγησαν παπάδες μ’ άσπρα γένια
μες στης σκλαβιάς το τρίσβαθο κι απόκρυφο σχολειό
είναι μια αθάνατη πνοή, που ορμάει να ζωντανέψει
με ανατριχίλα ανέκφραστη το δίχρωμο πανί.

Τό Πανανθρώπινο Εμβατήριο της Ελλάδας

Αγγ.Σικελιανός


Ὀμπρός! Μὲ ὀρθή, μεσούρανη
τῆς Λευτεριᾶς τὴ δᾴδα,
ἀνοίγεις δρόμο, Ἑλλάδα,
στὸν Ἄνθρωπον ... Ὀμπρός!

Ὁρμᾶνε πρῶτοι οἱ Ἕλληνες
κι ὅλοι οἱ λαοὶ σιμά Σου
-μεγάλο τ᾿ ὄνομά Σου-
βροντοφωνᾶν: «Ὀμπρός,

» ὀμπρός, νὰ γίνουμε ὁ τρανὸς
στρατὸς ποὺ θὰ νικήσει,
σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
τὸ μαῦρο φίδι ὀμπρός,

» ὀμπρός, κ᾿ ἡ Ἑλλάδα σκώθηκε
καὶ διασκορπάει τὰ σκότη!
Ἀνάστα, ἡ Ἀνθρωπότη,
Κι ἀκλούθα την ... Ὀμπρός!»


 

Ο λαός

Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,

σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.

Και κάποιο βράδυ - πες σαν χτες - υψώνει το κεφάλι

κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.

Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα

κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.

Και τούτο το περήφανο, τ' άμετρο ψυχομέτρι,

μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί το αλέτρι.

Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγώνα

και μπαίνουν πάλι στη σειρά με σιδερένιο γόνα.

Και φέγγουνε τα μάτια τους σ' όλο το μέγα βάθος

σάμπως Ανάστασης κεριά μετά από τ' Άγιο Πάθος.

Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης

και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.

Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει

φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.

Γιάννης Ρίτσος, Ο Λαός


 

Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;

Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας

βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο

με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.

Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.

Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,

ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.

Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,

δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,

γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,

αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν

αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα

μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού

να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.

Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.

εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε

μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο,

τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας, τ

ην Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,

που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.

Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.

Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,

Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.

Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,

με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.

Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.

Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου

δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

Νικηφόρος Βρεττάκος