μαθήματα ζωγραφικής

Απλά μαθήματα ζωγραφικής και ασκήσεις γιατί όλοι μπορούμε να ζωγραφίσουμε ακόμα και αν τώρα δεν το πιστεύουμε.

Πως αντιγράφουμε με ακρίβεια πίνακες και φωτογραφίες.

Αν σας αρέσει ένας πίνακας ή μιαφωτογραφία που τραβήξατε αλλά την βρίσκεται πολύ δύσκολη να ζωγραφιστεί γιατί υπάρχουν πολλά ή δύσκολα θέματα προοπτικά ή  σας φαίνεται αδύνατον να ζωγραφιστεί αλλάξτε γνώμη. Υπάρχει μια αλλάνθαστη μέθοδος που χρησιμοποιούν όλοι οι ζωγράφοι εδώ και αιώνες και αυτή η μέθοδος είναι ο τετραγωνισμός της εικόνας σε  πολύ μικρά τετράγωνα και με αυτό σαν οδηγό μπορούμε να την αντιγράψουμε επακριβώς σε πολύ μεγάλη ευκαίρια.

Μιά φορά και ένα καιρό  σε μια κοιλάδα γεμάτη χορτάρι γεννήθηκε ένα χαρούμενο προβατάκι, ο Λευτέρης.
Οι γονείς του έκαναν μεγάλες χαρές που τον είδαν να χοροπηδάει και να είναι τόσο χαρούμενο. Το προβατάκι μας μεγάλωνε μέρα με την μέρα, έτρωγε όλο το φαγητό του και ήταν πάντα χαρούμενο και χοροπηδούσε στο χορτάρι. είχε πολλούς φίλους και όλα τα ζώα το αγαπούσαν.

Μιά φορά και ένα καιρό υπήρχε μια κρυφή χώρα στην άκρη του ουρανού που ζούσαν τα ποιό ευτυχισμένα παιδιά. Εκεί δεν υπήρχαν πόλεμοι, μίση, διαμάχες. Όλα τα παιδιά ήταν μέσα στη χαρά. Τα παιδιά εκεί δεν μεγάλωναν και το παιχνίδι δεν τελείωνε ποτέ.
Αλλά το πιό σημαντικό, σε αυτή την χώρα ήταν πως όλοι είχαν το ιδανικό τους ταίρι, τον αγαπημένο της και την αγαπημένη του. Η σχέσεις αυτές ήταν τόσο αρμονικές, τόσο μεγάλη η αγάπη τους που κρατούσε αιώνια μέσα στο χρόνο.
Τίποτα δεν σκιάζε την χαρά και την ευτυχία τους.Μόνο μιά υποχρέωση είχαν οι κάτοικοι σε αυτή την υπέροχη χώρα στην άκρη του ουρανού.

Μιά φορά και ένα καιρό σε μιά σοφίτα με παράθυρα, που έβλεπαν το φως του φεγγαριού τα βράδυα, όλα τα βιβλία που κατοικούσαν εκεί, έκαναν  μεγάλη φασαρία.
Για πρώτη φορά τα παλιά βιβλία έκαναν τόσο πολύ θόρυβο και οι φωνές τους ακουγόντουσαν μέχρι το μεγάλο δέντρο στον μεγάλο λόφο και ακόμα παραπέρα.
Η κουκουβάγια ξαφνιάστηκε γιατί προς στιγμής νόμιζε πώς ήταν ο άνεμος που είχε θυμώσει και ήταν έτοιμη να του βάλει της φώνες.
-Δεν είναι ο άνεμος; μονολόγησε η κουκουβάγια. Μα τι; Μα πώς; τι γίνεται;
Πέταξε βιαστικά να πάει να δεί ποιός φώναζε τόσο δυνατά.
Και δεν πίστευε στά μάτια της όταν είδε ότι ήταν τα βιβλία που έκαναν αυτή τη φασαρία μέσα στην νύχτα.

Μιά φορά και ένα καιρό, όχι στα πολύ μακρινά χρόνια αλλά κοντά στα δικά μας χρόνια, σε μιά γειτονιά που δεν είχε στα μπαλκόνια της λουλούδια ζούσαν δυό μικρά παιδιά, που τα παράθυρά τους ήταν το ένα απέναντι στο άλλο.
Κάθε πρωί που άνοιγαν τα παράθυρά τους έλεγαν το ένα παιδί στο άλλο, καλημέρα.
-Καλημέρα Μαρία.
-Καλημέρα Γιώργο.
Μετά ξεκινούσαν να πάνε στο σχολειό τους.Εκεί συναντούσαν και τα άλλα παιδιά και έπαιζαν μαζί στα διαλείμματα.

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε όλα όσα ποθεί άνθρωπος πάνω στη γη.
Όλοι νόμιζαν ότι ήταν ευτυχισμένος γιατί δεν του έλειπε τίποτα. Το ίδιο πίστευε και ο βασιλιάς.
Μια μέρα έστειλε τον υπηρέτη του στην κοντινή πόλη να του φέρει ένα φαγητό που μόνο εκεί έφτιαχναν.
Για να πάει σε αυτή την πόλη ο υπηρέτης περνούσε από το δάσος που περιέβαλε το βασίλειο.
Όταν γύρισε πίσω στο παλάτι, ο υπηρέτης χαμογελούσε τόσο πλατιά και ήταν τόσο χαρούμενος, που ο βασιλιάς δεν είχε χαμογελάσει ποτέ έτσι.
Ούτε και είχε ξαναδεί τον υπηρέτη του τόσο χαρούμενο ποτέ!.
Αναρωτήθηκε, λοιπόν, γιατί να χαμογελάει έτσι!
Την άλλη μέρα έστειλε τον ράφτη του, στην ίδια πόλη, να φέρει ύφασμα.
Ήταν πολλή δύσκολη δουλειά και κουραστική, αλλά και πάλι ο ράφτης του χαμογελούσε πλατιά!
Ο βασιλιάς απόρησε πάλι!
Κάλεσε και τους δύο και τους ρώτησε, γιατί ήταν τόσο χαρούμενοι.
Και οι δύο απάντησαν με μία φώνη.
-Βασιλιά μου, φταίει το αηδόνι!
-Το αηδόνι; τι είναι αυτό το αηδόνι , που σας κάνει τόσο χαρούμενους;

-Φίλε μου Μέρμυγκα, λες να στρίψουμε αριστερά ή δεξιά; ρώτησε χαμηλόφωνα ο κύριος Πόντικας.

-Δεν ξέρω, έχει τόσες στροφές και τόσα λαγούμια εδώ κάτω που νομίζω θα χαθούμε,απάντησε ο κύριος Μέρμυγκας.

-Να φωνάξουμε ; μήμπως και μας ακούσει η Ελιζαμπέτα; πρότεινε ο κύριος Πόντικας.

Σταμάτησαν να το σκεφτούν για λίγο και κάθησαν να ξεκουραστούν πάνω σε μιά ρίζα δέντρου που ήταν εκεί κοντά του.

Έφτασαν, η καλή νεράιδα και τα ζωάκια του δάσους κοντά στο μέρος, που έχει φυλακιστεί η Ελιζαμπέτα.

Κάθησαν σε ένα ξέφωτο να ξαποστάσουν και να σκεφτούν τι θα κάνουν και έστειλαν και σε εμένα την ιστορία τους να σας την πω.

Βαδίζοντας τη νύχτα, τους οδηγούσε ένα μεγάλο φεγγάρι που βγήκε στον ουρανό για νατους βοηθήσει μετά απο παράκληση της καλής νεράιδας.

Σκέφτηκαν,που λέτε, σκέφτηκαν, είπε μιά γνώμη ο λαγός ,μιά άλλη γνώμη ο βάτραχος, μιά τρίτη γνώμη το ζαρκαδάκι. Όλοι όμως συμφώνησαν με την ιδέα του αηδονιού.

Μιά φορά και ένα καιρό στα πολύ παλιά τα χρόνια, τότε που οι νεράιδες φανερωνόντουσαν στους ανθρώπους και τους βοηθούσαν, ζούσε σε ένα λιβάδι με παπαρούνες ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ελιζαμπέτα.

Η μικρή μας φίλη μεγάλωνε μόνη της με την βοήθεια της καλής της νεράιδας και των ζώων του δάσους που ήταν λίγο πιό εκεί από το λιβάδι. Κάθε πρωί οι φίλοι της τα ζώα ερχόντουσαν και της έλεγαν καλημέρα χτυπώντας το παράθυρό της ή φωνάζοντας το όνομα της στη δική τους γλώσσα και εκείνη πάντα είχε κάτι να δώσει στους μικρούς της φίλους. Τα πουλιά έμπαιναν απ το παραθυράκι της και της κελαιδούσαν για να ξυπνήσει γλυκά.

Μία άσκηση για την πρώτη προσπάθεια που θέλω να πιστεύω είναι πολύ εύκολη για όλους.Πείτε μου, πόσοι από εσάς δεν κάνατε κουτάκια και γραμμούλες  συνομιλώντας απ το τηλέφωνο των σπιτιών σας ή περιμένοντας στην αναμονή να συνδεθείτε και να μιλήσετε πχ με μια εταιρεία τηλεφωνίας; Το ίδιο περίπου θα κάνετε και εδώ! Η διαφορά είναι ότι θα το κάνετε σε ηρεμία και επειδή το θέλετε, όχι υπό πίεση.

Σελίδες