Μιά φορά και ένα καιρό σε μιά σοφίτα με παράθυρα, που έβλεπαν το φως του φεγγαριού τα βράδυα, όλα τα βιβλία που κατοικούσαν εκεί, έκαναν μεγάλη φασαρία.
Για πρώτη φορά τα παλιά βιβλία έκαναν τόσο πολύ θόρυβο και οι φωνές τους ακουγόντουσαν μέχρι το μεγάλο δέντρο στον μεγάλο λόφο και ακόμα παραπέρα.
Η κουκουβάγια ξαφνιάστηκε γιατί προς στιγμής νόμιζε πώς ήταν ο άνεμος που είχε θυμώσει και ήταν έτοιμη να του βάλει της φώνες.
-Δεν είναι ο άνεμος; μονολόγησε η κουκουβάγια. Μα τι; Μα πώς; τι γίνεται;
Πέταξε βιαστικά να πάει να δεί ποιός φώναζε τόσο δυνατά.
Και δεν πίστευε στά μάτια της όταν είδε ότι ήταν τα βιβλία που έκαναν αυτή τη φασαρία μέσα στην νύχτα.