Ζωγραφική για παιδιά με Παραμύθια το σκουλίκι που έγινε σοφό

Μιά φορά και ένα καιρό σε μιά σοφίτα με παράθυρα, που έβλεπαν το φως του φεγγαριού τα βράδυα, όλα τα βιβλία που κατοικούσαν εκεί, έκαναν  μεγάλη φασαρία.
Για πρώτη φορά τα παλιά βιβλία έκαναν τόσο πολύ θόρυβο και οι φωνές τους ακουγόντουσαν μέχρι το μεγάλο δέντρο στον μεγάλο λόφο και ακόμα παραπέρα.
Η κουκουβάγια ξαφνιάστηκε γιατί προς στιγμής νόμιζε πώς ήταν ο άνεμος που είχε θυμώσει και ήταν έτοιμη να του βάλει της φώνες.
-Δεν είναι ο άνεμος; μονολόγησε η κουκουβάγια. Μα τι; Μα πώς; τι γίνεται;
Πέταξε βιαστικά να πάει να δεί ποιός φώναζε τόσο δυνατά.
Και δεν πίστευε στά μάτια της όταν είδε ότι ήταν τα βιβλία που έκαναν αυτή τη φασαρία μέσα στην νύχτα.
Χτύπησε με το ράμφος της το τζάμι και οι φωνές σταμάτησαν απότομα.
Ένα παμπάλαιο βιβλίο που είχαν δεί πολλά οι σελίδες του και το όνομά του ήταν παραμύθια για τα παιδιά, μίλησε με την βαριά του φώνη.
-Κάποιος χτυπάει το τζάμι μας, ας πάει κάποιος να ανοίξει.
Άνοιξαν το τζάμι και η κουκουβάγια μπήκε μέσα.
-Τι έγινε; ρώτησε, γιατί φωνάζετε;
 

Το σοφό βιβλίο την πλησίασε και της είπε:
-Έχουμε μια διαφωνία σοφή κουκουβάγια,καλά που ήρθες, θέλουμε την γνώμη σου.
 

Πήγαν μετά σε μιά γωνία που δεν έφτανε το φως του ήλιου , ούτε του φεγγαριού και της έδειξε ένα μικρό και χοντρό βιβλίο από δέρμα που όμως δεν είχε πιά γραμμένες σελίδες.
-Άνοιξέ το, της είπε.
Μπροστά στα εκπληκτα μάτια της κουκουβάγια μας ξεπρόβαλλες ένα περίεργο πλασματάκι που της χαμογελούσε χαρούμενα.
-Τι είναι αυτό; ή μάλλον , ε, ήθελα να πω, πως βρέθηκε εδώ;
-Θα κατάλαβες βέβαια, είπε το σοφό βιβλίο με τα παραμύθια, πως αυτό είναι ένα σκουλίκι, έτσι δεν είναι;

-Ναι, ναι, βιάστηκε να πει η κουκουβάγια.
-Δεν ξέρουμε πώς βρέθηκε εδώ, είπε το βιβλίο, μάλλον γεννήθηκε εδώ.
-Και τώρα; τι θα γίνει; ξαναρώτησε η κουκουβάγια.

-Για αυτό φωνάζουμε, ειπε το βιβλίο. Οι μισοί λένε πως δεν πρέπει να είναι εδώ και οι άλλοι μισοί πως δεν πρέπει να το πετάξουμε στο κήπο και να το κρατήσουμε εδώ. Θα με τρελλάνουν αυτές οι φωνές , κουκουβάγια, πες και εσύ κάτι, παρακάλεσε το σοφό βιβλίο.

Μιά κουκουβάγια που πετάει και σας κοιτάει με τα τεράστια μάτια της.Δεν είναι υπέροχη;

Η κουκουβάγια βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. τι να πει; πως να το πει;

Τελικά παρακάλεσε να κάνουν ησυχία όλα τα βιβλία για να σκεφτεί και να αποφασίσει τι θα τους έλεγε.
Πέρασε αρκετή ώρα μέσα σε βαριά σιωπή. Η αναμονή ήταν αφόρητη.

Η κουκουβάγια ανέβηκε σε ένα σωρό από βιβλία και είπε με σοβαρό ύφος:
Το σκουλίκι γεννήθηκε μέσα στο βιβλίο, από εσάς περιμένω να το κάνετε ένα σοφό σκουλίκι.

Για μιά στιγμή όλα τα βιβλία πάγωσαν. Τι μας λέει η κουκουβάγια τώρα; αναρωτήθηκαν.

Το σοφό βιβλίο με τα παραμύθια μίλησε με σοβαρή φώνη.
-Η κουκουβάγια έχει δίκιο, είπε, ας προσπαθήσουμε λοιπόν με τις γνώσεις που έχουμε στις σελίδες μας να κάνουμε ακόμα και ένα ταπεινό σκουλίκι, σοφό, μπορούμε αν το προσπαθήσουμε όλοι μαζί με αγάπη και υπομονή.

Τα βιβλία με μιάς ησύχασαν και η κουκουβάγια έφυγε μέσα στη νύχτα να συνεχίσει το κυνήγι της.
Απ την άλλη μέρα όλα τα βιβλία μάθαιναν και κάτι το μικρό σκουλίκι, που μεγάλωνε ευτυχισμένο μέσα στα βιβλία γιατί κάθε μέρα μάθαινε και κάτι καινούργιο.
 

Πέρασε καιρός και μια μέρα η κουκουβάγια ξαναπήγε στη σοφίτα και ρώτησε το σοφό βιβλίο πως τα πάει το σκουλίκι, αν έγινε σοφό!
-Δεν ξέρω αν έγινε σοφό ακόμα. Πως να το δοκιμάσουμε για να δούμε πόσο σοφό είναι ,κουκουβάγια;
-Θα έρθει η ώρα,θα το καταλάβετε, είπε η κουκουβάγια και έφυγε σιωπηλά όπως είχε έρθει.

Ο καιρός περνούσε , το σκουλικάκι μας μεγάλωνε ,τα βιβλία χαιρόντουσαν πάρα πολύ που το είχαν μαζί τους και όλο του μάθαιναν και του μάθαιναν και του μάθαιναν, αλλά δεν μπορούσαν να πούν πως έγινε και σοφό.

Μιά μέρα τα βιβλία μύρισαν μια φοβερή μυρώδια που δεν ήθελαν να σκεφτούν ούτε στον πιό τρομερό εφιάλτη τους.
 

-Φωτιάααααααα, είπε το σοφό βιβλίο και το επανέλαβαν όλα τα βιβλία μαζί.
Το σπίτι πήρε φωτιά ξαναείπε δυνατά μέσα σε μεγάλο φόβο ένα βιβλίο μαγειρικής που πηγαινοερχόταν στην κουζίνα.
-Τι θα κάνουμε; θα καούμε είπαν όλα μαζί τα βιβλία πανικόβλητα.
Τότε ακούστηκε και μια φώνη που δεν ήταν φωνή βιβλίου αλλά η φωνή του μικρούσκουλικιού που με τόση αγάπη είχαν μεγαλώσει.
Είπε:
Φωνάξτε την κουκουβάγια να πεί στα ζώα ότι πήρε φωτιά το σπίτι να έρθουν να βοηθήσουν και εσείς όλα πηγαίνετε γρήγορα στην κουζίνα και βραχείτε καλά καλά κάτω απ την βρύση.
 

Τα βιβλία πάγωσαν.Τι τους έλεγε αυτό το σκουλίκι!                        
Απαπαπαπαπά, να βραχούμε; Ποτέεεεεεεεεε!
Θα χαλάσει το δεσιμό μου ,είπε ένα βιβλίο
Θα χάσω τα χρώματά μου από τις ζωγραφιές μου, είπε ένα άλλο.
Το σοφό βιβλιό τα διέκοψε και με δυνατή φωνή που ακούστηκε από όλα τα βιβλία, τους είπε:
-Να κάνετε όλα ότι λέει το σκουλίκι.Γρήγορα!
Και φώναξε δυνατά από το παράθυρο την κουκουβάγια να ειδοποιήσει όλα τα ζώα να έρθουν να βοηθήσουν.
 

Έτσι και έγινε. Τα ζώα του δάσους ήρθαν αμέσως και έσβυναν την φωτιά.Τα βιβλία βράχηκαν στην βρύση και είδαν ότι η φωτιά δεν τα έκαιγε και όταν τελικά η φωτιά έσβυσε όλα είχαν σωθεί.
 

Το σοφό βιβλίο μετά από τρείς μέρες κάλεσε όλα τα ζώα του δάσους να τα ευχαριστήσει που τα βοήθησαν να σβύσουν τη φωτιά.
-Ευχαριστώ όλα τα ζώα που μας βοήθησαν να σβύσουμε την φωτιά και να σώσουμε την ζωή μας και το σπίτι μας.
Αλλά πάνω απ όλα ευχαριστώ το σκουλίκι που έδωσε πρώτο την ιδέα.

-Πως το ήξερες, σκουλίκι; ρώτησε το σοφό βιβλίο, πώς αν βραχούμε δεν θα καούμε:
-Εσείς μου το μάθατε, είπε το σκουλίκι ταπεινά.
-Μα τότε είσαι σοφός, είπαν με μιά φωνή όλα μαζί τα βιβλία και η κουκουβάγια χαμογέλασε συγκαταβατικά.
 

Έτσι το σκουλίκι ονομάστηκες σοφό και ακόμα ζεί μαζί με τα βιβλία.
Και ζήσανε αυτά καλά και εμείς καλύτερα παιδιά

Και αφού ένα σκουλίκι μπορεί να γίνει σοφό με την βοήθεια των βιβλίων φανταστείτε πόσο σοφοί μπορείτε να γίνετε εσείς που έχετε τόσα πολλά βιβλία φίλους σας.
Καληνύχτα παιδιά, καληνύχτα βιβλία μου.