Ζωγραφική για παιδιά με Παραμύθια Το αηδόνι και ο Βασιλιά
Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε όλα όσα ποθεί άνθρωπος πάνω στη γη.
Όλοι νόμιζαν ότι ήταν ευτυχισμένος γιατί δεν του έλειπε τίποτα. Το ίδιο πίστευε και ο βασιλιάς.
Μια μέρα έστειλε τον υπηρέτη του στην κοντινή πόλη να του φέρει ένα φαγητό που μόνο εκεί έφτιαχναν.
Για να πάει σε αυτή την πόλη ο υπηρέτης περνούσε από το δάσος που περιέβαλε το βασίλειο.
Όταν γύρισε πίσω στο παλάτι, ο υπηρέτης χαμογελούσε τόσο πλατιά και ήταν τόσο χαρούμενος, που ο βασιλιάς δεν είχε χαμογελάσει ποτέ έτσι.
Ούτε και είχε ξαναδεί τον υπηρέτη του τόσο χαρούμενο ποτέ!.
Αναρωτήθηκε, λοιπόν, γιατί να χαμογελάει έτσι!
Την άλλη μέρα έστειλε τον ράφτη του, στην ίδια πόλη, να φέρει ύφασμα.
Ήταν πολλή δύσκολη δουλειά και κουραστική, αλλά και πάλι ο ράφτης του χαμογελούσε πλατιά!
Ο βασιλιάς απόρησε πάλι!
Κάλεσε και τους δύο και τους ρώτησε, γιατί ήταν τόσο χαρούμενοι.
Και οι δύο απάντησαν με μία φώνη.
-Βασιλιά μου, φταίει το αηδόνι!
-Το αηδόνι; τι είναι αυτό το αηδόνι , που σας κάνει τόσο χαρούμενους;
Να πάτε να μου το φέρετε εδώ! διέταξε.
-Δεν είναι τόσο εύκολο, βασιλιά μου, είπε ο ένας υπηρέτης, το αηδόνι είναι ένα πουλί που δεν αιχμαλωτίζεται και μέσα στο κλουβί δεν τραγουδάει.
Το τραγούδι του είναι αυτό που μας κάνει χαρούμενους.
Θα πρέπει να πάτε εσείς στο δάσος να το ακούσετε!
Ο βασιλιάς θύμωσε!
Αυτός, ολόκληρος βασιλιάς, να πάει στο δάσος εξ αιτίας ενός ένος τοσο δα πουλιού; Ποτέ!
Πέρασαν μέρες. Ο βασιλιάς σκεπτόταν το αηδόνι και ξανασκεπτόταν το αηδόνι και μιά μέρα δεν άντεξε.
Είπε να του ετοιμάσουν την συνοδεία του και πήγε με ταρατατζούμ στο δάσος.
Αλλά με τόση φασαρία που έκαναν δεν άκουσαν κανένα αηδόνι.
Ο βασιλιάς γύρισε άπραγος στο παλάτι και καταστεναχωρημένος.
Από τότε του έγινε έμμονη ιδέα να ακούσει το αηδόνι και έστειλε διαταγή τάζοντας λεφτά σε όποιον του το έφερνε ,να το ακούσει.
Πέρασε καιρός αλλά κανένας δεν μπόρεσε να αιχμαλωτίσει το αηδόνι και να το πάει στο βασιλιά.
Ο βασιλιάς μαράζωνε και τελικά αρρώστησε απ το καυμό του, που δεν άκουσε το αηδόνι να κελαιδάει.
Τρέξανε γιατροί απ όλο το κόσμο να τον θεραπεύσουν αλλά δεν εύρισκαν να έχει κάτι.
Ένα ωραίο πρωινό που ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό και ο βασιλιάς ήταν στο κρεββάτι του μελαγχολικός άκουσε μέσα στον ύπνο του, μιά ουράνια μελωδία.
Ξύπνησε και ένιωσε τη ψυχή του να φτερουγάει και το σώμα του να θέλει να χορέψει στον ρυθμό της μουσικής.
Τι αγαλλίαση! Τι πανέμορφη μελωδία!
Φώναξε τους υπηρέτες να ανοίξουν το παράθυρο για να ακούσει καλύτερα.
Όταν τελείωσε το τραγούδι ο βασιλιάς είχε κιόλας γιατρευτεί, σαν να έγινε θαύμα.
Βγήκε στον παράθυρο μην ξέροντας τι να κάνει ή ποιόν να ευχαριστήσει!
Και εκεί σε ένα κλαράκι του δέντρου το είδε.
Ένα τόσα δα πουλάκι και να έχει μιά τόσο θεσπέσια φωνή!
Ο βασιλιάς δάκρυσε.
Τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά του και η φωνή του δεν μπορούσε να βγεί , απ την συγκίνηση.
Το αηδόνι τον πλησίασε και στάθηκε στο πρεβάζι του παραθύρου του, λέγοντας με ανθρώπινη φωνή.
-Καλή σου μέρα , βασιλιά μου. Με κάλεσες και ήρθα. Είσαι ευχαριστημένος;
Ο βασιλιάς με πολύ συγκίνηση, το ρώτησε.:
-Τι θέλεις να σου χαρίσω;
Όλο το βασίλειο μου είναι δικό σου, αν μου το πεις.
Γιά το καλό που μου έκανες, πες μου, τι θέλεις να σου χαρίσω!
Το αηδόνι τον κοίταξε και του είπε:
-Έχω πάρει κιόλας την αμοιβή μου, μεγαλειότατε!
-Μα πώς; επέμενε ο βασιλειάς, δεν σου έδωσα τίποτα.
-
Και όμως ,απάντησε το αηδόνι, πήρα την μεγαλύτερη αμοιβή, είδα δάκρυα στα μάτια σας.
Αυτό μου φτάνει!
Και πέταξε μακριά.
Ο βασιλιάς κατάλαβε..
Από τότε πήγαινε μόνος στο δάσος να ακούσει τον καλύτερό του φίλο, το αηδόνι.
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Αυτό είναι το τραγούδι του αηδονιού, που μαγεύει ακόμα τους ανθρώπους όταν περπατάνε στο δάσος.Αλλά μην το αιχμαλωτίσετε, δεν θα τραγουδάει μέσα στο κλουβί ακόμα και αν είναι και χρυσό.
Για τους γονείς
Δοκιμάστε να διαβάσετε ένα παραμύθι στα παιδιά σας και αφήστε τα να ζωγραφίσουν, αν θέλουν, μια σκηνή που τους εντυπωσίασε από αυτό.
Πολύ θα ήθελα να δω και εγώ τα έργα των παιδιών και να τα συζητήσουμε μαζί.
Η γκάλερι σας περιμένει