Μια φορά και ένα καιρό σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε ένας βασιλιάς που είχε όλα όσα ποθεί άνθρωπος πάνω στη γη.
Όλοι νόμιζαν ότι ήταν ευτυχισμένος γιατί δεν του έλειπε τίποτα. Το ίδιο πίστευε και ο βασιλιάς.
Μια μέρα έστειλε τον υπηρέτη του στην κοντινή πόλη να του φέρει ένα φαγητό που μόνο εκεί έφτιαχναν.
Για να πάει σε αυτή την πόλη ο υπηρέτης περνούσε από το δάσος που περιέβαλε το βασίλειο.
Όταν γύρισε πίσω στο παλάτι, ο υπηρέτης χαμογελούσε τόσο πλατιά και ήταν τόσο χαρούμενος, που ο βασιλιάς δεν είχε χαμογελάσει ποτέ έτσι.
Ούτε και είχε ξαναδεί τον υπηρέτη του τόσο χαρούμενο ποτέ!.
Αναρωτήθηκε, λοιπόν, γιατί να χαμογελάει έτσι!
Την άλλη μέρα έστειλε τον ράφτη του, στην ίδια πόλη, να φέρει ύφασμα.
Ήταν πολλή δύσκολη δουλειά και κουραστική, αλλά και πάλι ο ράφτης του χαμογελούσε πλατιά!
Ο βασιλιάς απόρησε πάλι!
Κάλεσε και τους δύο και τους ρώτησε, γιατί ήταν τόσο χαρούμενοι.
Και οι δύο απάντησαν με μία φώνη.
-Βασιλιά μου, φταίει το αηδόνι!
-Το αηδόνι; τι είναι αυτό το αηδόνι , που σας κάνει τόσο χαρούμενους;