η γιορτή της μητέρας

Αύριο γιορτάζουν όλες οι μανούλες, οι τωρινές και οι μελλούμενες.
Αντί για χρόνια πολλά ας πούμε ένα παραμύθι, και εμείς μεγάλα παιδιά είμαστε, έτσι δεν είναι;

Μιά φορά και ένα καιρό ζούσε σε μιά γωνιά της γης μια μητέρα με τον μονάκριβο γιό της. Πάλεψε πολύ στη ζωή της για αυτό το παιδί. Ήταν η χαρά και η ευτυχία της.

Τα χρόνια πέρασαν και ο γιός μεγάλωνε, είχε γίνει παλικαρόπουλο πια.
-Μάνα, της είπε, θα φύγω απ το σπίτι,θα πάω να βρω την τύχη μου.
-Όχι , παιδί μου, του απάντησε η μάνα, μείνε εδώ, να παλέψουμε μαζί.

Ο γιός ένιωσε με μιάς ότι τον πίεζε η μάνα του, δεν τον άφηνε να ανοίξει τα φτερά του!
Θύμωσε πολύ, μάλωσε με την μάνα του και έφυγε αφήνοντάς την δακρυσμένη.

Η ζωή του παιδιού στά ξένα δεν ήταν όπως την είχε ονειρευτεί ο γιός! Πόνεσε πολύ, κουράστηκε πολύ, αλλά πως να γυρίσει που ούτε μια φορά δεν είχε ξαναμιλήσει στην μάνα του από εκείνη την μέρα που έφυγε.
Ντρεπόταν!
Έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και της μήνυσε.

-Μάνα, θέλω να έρθω πάλι κοντά σου αλλά ντρέπομαι.
Νομίζω ότι δεν θα θέλεις να με δεις πιά.Αν θέλεις όμως, άπλωσε ένα άσπρο σεντόνι στο μπαλκόνι του σπιτιού μας,να το δω απ το τραίνο και να κατέβω.

Πέρασαν μέρες και ήρθε η ώρα να ξεκινήσει. Πόση αγωνία είχε όσο πλησίαζε!

Πολύ πρίν φτάσει με το τραίνο στο σπίτι του, πριν καν το δει,  είδε τα άσπρα σεντόνια, πολλά άσπρα σεντόνια να πλημμυρίζουν το χώρο και να απλώνονται σε όλες τις μεριές και σε όλα τα πιθανά και απίθανα μέρη κοντά στις γραμμές του τραίνου μέχρι το μπαλκόνι του σπιτιού του.
Χιλιάδες άσπρα σεντόνια, όση η λαχτάρα της μάνας του να τον ξαναδεί.