Οι γυναίκες στην τέχνη

Η θέση των γυναικών στην τέχνη

International Herald Tribune

«Εχω σκοπό να δείξω στην εξοχότητά σας τι μπορεί να κατορθώσει μια γυναίκα», έγραφε τον 16ο αιώνα η ζωγράφος Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, σε έναν από τους πάτρονές της. Και τρεις αιώνες αργότερα, η Αμερικανίδα ομότεχνή της Τζόρτζια Ο’ Κιφ: «Οι άντρες αρέσκονται να με υποβιβάζουν, αποκαλώντας με την καλύτερη γυναίκα ζωγράφο. Νομίζω πως είμαι μια από τους καλύτερους ζωγράφους».

Λήθη και υστεροφημία

Το μοτίβο που διατρέχει την έκθεση «Η τέχνη των γυναικών, από την Αναγέννηση έως τον υπερρεαλισμό», με 240 έργα 140 ζωγράφων, στο Παλάτσο Ρεάλε του Μιλάνου, είναι ακριβώς ο αγώνας των γυναικών να καταξιωθούν σαν καλλιτέχνες. Εάν κρίνει κανείς από τις εκθέσεις που μόλις πραγματοποιήθηκαν, πραγματοποιούνται ή θα πραγματοποιηθούν σύντομα –«Ιταλίδες ζωγράφοι από την Αναγέννηση στο μπαρόκ» (το περασμένο καλοκαίρι στην Ουάσιγκτον), «Γυναίκες ζωγράφοι του ιμπρεσιονισμού» (αναμένεται στη Φρανκφούρτη), εκατό χρόνια της Φρίντα Κάλο (Μινεάπολη και Σαν Φρανσίσκο) και της Αντζέλικα Κάουφμαν (Ελβετία και αλλού)– τότε γίνεται κατανοητό ότι το θέμα της γυναίκας στην τέχνη εμφανίζεται πιο επιτακτικό από ποτέ. Είναι δείγμα, όπως γράφει ο Ρόμπερτ Κονγουέι Μόρις στην «Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν», ότι αρχίζει να συνειδητοποιείται η υποτιμημένη, ώς τώρα, συμβολή των γυναικών στην πορεία της τέχνης.

Το να παραγνωρίζεται κανείς στον καιρό του δεν είναι κάτι άγνωστο στους άνδρες καλλιτέχνες· ούτε το να εγκωμιάζεται εν ζωή και να ξεχνιέται μετά θάνατον.

Αυτό το δεύτερο, όμως, μοιάζει μοίρα των γυναικών, όσο διάσημες και αν ήταν στον καιρό της ζωής τους. Ενας άλλος παράγοντας λήθης είναι οι λάθος αποδόσεις. Π.χ. η Σοφονίσμπα Ανγκουιζόλα (1535 - 1625) –στην έκθεση αντιπροσωπεύεται με το «Παιχνίδι σκακιού» κ.ά. αυτοπροσωπογραφίες– είχε θαυμαστή καριέρα στην Ιταλία και την Ισπανία. Αλλά δεν υπέγραφε τα έργα της και στην ισπανική αυλή πληρωνόταν ως κυρία των τιμών (είχε αριστοκρατική καταγωγή) και όχι ως ζωγράφος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν συμβόλαια κ.ά. σχετικά. Τα έργα της αργότερα αποδόθηκαν στον Τιτσιάνο, στον Μορόνι, στον Βαν Ντάικ, στον Θουρμπαράν (και μόνο σε ποιους αποδόθηκαν δείχνει την καλλιτεχνική αξία της).

Αλλη μια περίπτωση είναι η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι (1593 - 1652), η πρώτη μεγάλη ζωγράφος του γυμνού γυναικείου σώματος και η πρώτη γυναίκα μέλος της Ακαδημίας της Φλωρεντίας. Το εκπληκτικό της έργο «Η Σουζάνα και οι γέροι» (1610), όπου έφερε τη γυναικεία φιγούρα κοντά στο κέντρο του πίνακα, αποδόθηκε στον πατέρα της Οράτιο και μόνο πρόσφατα στην αληθινή δημιουργό του. Η Τζούντιθ Λέιστερ (1609 - 1660) από την Ολλανδία, φίλη, συνάδελφος και ενίοτε αντίπαλος του Φρανς Χαλς, ανακαλύφθηκε εκ νέου στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν ένας πίνακας που αγόρασε το Λούβρο, διαπιστώθηκε ότι έφερε το μονόγραμμά της. Αυτό οδήγησε στην επανείσοδο ενός αριθμού έργων στον κατάλογό της.

Οι λαθεμένες αποδόσεις δεν ήταν μόνο προϊόν άγνοιας, αλλά πολλές φορές ήταν εσκεμμένες, γιατί η αξία των έργων θα ήταν πολύ υψηλότερη εάν προερχόταν από ένα φημισμένο άνδρα αντί από μια άγνωστη ζωγράφο.

Ο Γάλλος ζωγράφος του νεοκλασικισμού, Ζακ Λουί Νταβίντ, άνοιγε πόρτες στις γυναίκες και στον χώρο της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και στις εκθέσεις των σαλονιών. Ο ίδιος είχε πολλές μαθήτριες στο ατελιέ του, το ειρωνικό όμως είναι ότι, αργότερα, το έργο τους αποδόθηκε σ’ εκείνον. Η αληθινή ταυτότητά τους αποκαλύφθηκε μόνο πρόσφατα – μία από αυτές είναι η Κονστάνς Μαρί Σαρπεντιέ που αντιπροσωπεύεται στην έκθεση με τη «Μελαγχολία» (1801), μια κλασική ρομαντική εικόνα.

 

Ηδη, στον καιρό του Νταβίντ η κατάσταση ήταν βελτιωμένη. Η Ροζάλμπα Καρέρα από τη Βενετία έγινε το 1720 ομόφωνα δεκτή στη Γαλλική Βασιλική Ακαδημία – στην έκθεση παρουσιάζεται η αυτοπροσωπογραφία της σε μεγάλη ηλικία. Σε νεότερη ηλικία είναι η αυτοπροσωπογραφία της Ελιζαμπέτ Λουίζ Βιζέ Λεμπρέν (1755-1842), κόρη ζωγράφου, ζωγράφος και ατίθασο πνεύμα η ίδια, περιζήτητη στη γαλλική αυλή και περιπλανώμενη ανά την Ευρώπη μετά τη Γαλλική Επανάσταση.

Από τα ωραιότερα έργα της έκθεσης είναι αυτά της Σιζάν Βαλαντού (1867-1938), μοντέλου αρχικά του Πιβί ντε Σαβάν, του Ρενουάρ και άλλων επιφανών, που έγινε η ίδια ζωγράφος από το 1896 και μετά. Τα γυμνά της με τον σκληρό, μερικές φορές, ρεαλισμό τους είναι εντελώς αντίθετα από εκείνα της Αμερικανίδας Ρομέν Μπρουκς, που στην έκθεση αντιπροσωπεύεται με την ονειροπόλα της «Θλιμμένη Αφροδίτη» (1917).