Ψηφιδωτό ονομάζεται το σύνολο από πολύχρωμα πετραδάκια (ψηφίδες), τα οποία τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο και στερεώνονται με κάποιο συγκολλητικό υλικό σε κατάλληλα διαμορφωμένο υπόστρωμα δημιουργώντας περίτεχνα διακοσμημένες επιφάνειες. Η τέχνη του ψηφιδωτού προέκυψε από το στρώσιμο των δαπέδων με φυσικά βότσαλα. Τα παλαιότερα σωζόμενα ψηφιδωτά εντοπίζονται στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και ιδιαίτερα στη Μικρά Ασία και χρονολογούνται στον 8ο π.Χ. αιώνα. Ήδη στη μινωική Κρήτη εφαρμοζόταν με πολλή επιτυχία για τη διακόσμηση δαπέδων και τοίχων. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ωραιότατα δείγματα αυτής της τέχνης που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους (3oς αι. π.Χ. – 4oς αι. μ.Χ.). Από τον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η τεχνική των ψηφιδωτών μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρώμη τον 1ο π.Χ. αι. και από εκεί σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν ψηφιδωτά σε επιτοίχιες εφαρμογές στα τεχνητά σπήλαια που αφιέρωναν στις Μούσες (Μωσαϊκό).