Ο Σαλβαδόρ Νταλί (11 Μαΐου 1904 — 3 Ιανουαρίου 1989) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς ζωγράφους.
Ο Σαλβαδόρ Νταλί έλεγε:

  • Κάθε μέρα που ξυπνώ, γνωρίζω μια υπέρτατη ευτυχία : το να είμαι ο Σαλβαδόρ Νταλί. Κι αναρωτιέμαι, έκθαμβος, τι εκπληκτικό πράγμα θα κάνει σήμερα, αυτός ο Σαλβαδόρ Νταλί.
  • Η μόνη διαφορά μου με έναν τρελό είναι πως εγώ δεν είμαι τρελός.
  • La única diferencia entre un loco y yo es que yo no estoy loco.
  • Η μόνη διαφορά μου με τους υπερρεαλιστές είναι πως εγώ είμαι υπερρεαλιστής.
  • Στα έξι μου ήθελα να γίνω μάγειρας. Στα εφτά, Ναπολέων. Οι φιλοδοξίες μου δεν έπαψαν ποτέ να μεγαλώνουν. (Παρανοϊκο-κριτική)
  • Το σημαντικό είναι να εξαπλώσετε την σύγχυση, όχι να την καταργήσετε.
  • Το χειρότερο πράγμα είναι η ελευθερία. Η ελευθερία κάθε είδους είναι το χειρότερο για την δημιουργικότητα. Ο Νταλί πέρασε δύο μήνες σε φυλακή της Ισπανίας και αυτοί οι δύο μήνες ήταν οι πιο χαρούμενες στιγμές στη ζωή μου.
  • Συνέντευξη του 1974 που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Exposure το 1990.
  • Η ζωγραφική είναι η ειλικρινέστερη των τεχνών. Δεν υπάρχει τρόπος να παραπλανήσει. Είναι είτε καλή είτε κακή.

Ο Νταλί (πλήρες όνομα Salvador Felip Jacint Dalí Domènech) γεννήθηκε στην πόλη Φιγέρας της Ισπανίας και ανήκε σε μια οικονομικά ευκατάστατη οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και συμβολαιογράφος, αλλά δεν φαίνεται πως ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδης με τις ικανότητες του Νταλί στη ζωγραφική και το σχέδιο, ικανότητες που έδειξε ότι διέθετε σε σχετικά νεαρή ηλικία. Χάρη κυρίως στην συμπαράσταση της μητέρας του, ο Νταλί παρακολούθησε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Δημοτική σχολή σχεδίου της πόλης του. Tο 1916 φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του τοπικού καλλιτέχνη Ramon Pichot, της πόλης Καδακές, στη διάρκεια θερινών διακοπών της οικογένειας Νταλί, όπου και ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με την μοντέρνα ζωγραφική.

Σε ηλικία 15 ετών, ο Νταλί συμμετείχε στη δημόσια έκθεση του Δημοτικού Θεάτρου του Φιγέρας, το 1919. Το 1921 έχασε την μητέρα του από καρκίνο ενώ μετά το θάνατό της, ο πατέρας του παντρεύτηκε την αδελφή της, γεγονός που δεν αποδέχτηκε ο Νταλί, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται στη Μαδρίτη όπου και ξεκινά τις σπουδές του στην Ακαδημία των Τεχνών (Academia de San Fernando).

Αυτή την περίοδο, ο Νταλί πειραματίζεται με τον κυβισμό, αν και οι γνώσεις του γύρω από το νέο αυτό κίνημα είναι αρχικά ελλιπείς και στη Μαδρίτη δεν υπάρχουν άλλοι κυβιστές καλλιτέχνες. Επίσης, έρχεται σε επαφή με το ριζοσπαστικό κίνημα του ντανταϊσμού το οποίο θα επηρεάσει σημαντικά το έργο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Συνδέεται παράλληλα φιλικά με τον ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και με τον σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Το 1926 αποβάλλεται από την ακαδημία λίγο πριν τις τελικές του εξετάσεις, καθώς δηλώνει πως κανένας από τους καθηγητές του δεν είναι άξιος να τον κρίνει. Την ίδια χρονιά, επισκέπτεται για πρώτη φορά το Παρίσι όπου συναντά τον Πικάσσο, ο οποίος είχε ήδη κάποια γνώση γύρω από το έργο του Νταλί. Τα επόμενα χρόνια, στα έργα του Νταλί αποτυπώνονται ισχυρές επιδράσεις από το έργο του Πικάσο αλλά ταυτόχρονα αρχίζει να διαφαίνεται ένα προσωπικό ύφος στους πίνακες του Νταλί. Οι εκθέσεις έργων του στη Βαρκελώνη προκαλούν αρκετές συζητήσεις αλλά και διαφωνίες μεταξύ των κριτικών τέχνης.

Το 1929, ο Νταλί συνεργάζεται με τον Λουίς Μπουνιουέλ για τη δημιουργία της ταινίας μικρού μήκους Ανδαλουσιανός Σκύλος. Ο Νταλί βοηθά ουσιαστικά στο σενάριο της ταινίας, η οποία αποτελεί έως σήμερα την πιο καθαρή εφαρμογή του υπερρεαλισμού στον κινηματογράφο. Παράλληλα, ο Νταλί γνωρίζει την μελλοντική σύζυγο του και μούσα του, Ελένα Ντμτρίεβνα Ντελούβινα Ντιακόνοβα, ρωσικής καταγωγής, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά (από το όνομα Γαλάτεια). Την ίδια περίοδο, γίνεται και επίσημα μέλος του υπερρεαλιστικού κινήματος, αν και το υπερρεαλιστικό στοιχείο υπάρχει στα έργα του ήδη λίγα χρόνια νωρίτερα. Στις αρχές της δεκατίας του 1930, ο Νταλί επινοεί επιπλέον την Παρανοϊκο-κριτική μέθοδο, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, που αποτελεί ένα είδος υπερρεαλιστικής τεχνικής με σκοπό την πρόσβαση στο ασυνείδητο προς όφελος της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο Νταλί στηρίζει την μέθοδο αυτή στην ικανότητα του ανθρώπου να λειτουργεί συνειρμικά, συνδέοντας εικόνες ή αντικείμενα που δεν συνδέονται μεταξύ τους κατ' ανάγκη λογικά. Συνδέεται άμεσα με τον υπερρεαλιστικό αυτοματισμό και τις φροϋδικές θεωρίες γύρω από τα όνειρα.
Το Μουσείο Σαλβαντόρ Νταλί στην Ισπανία.

Ο Νταλί συμμετέχει στην πρώτη μεγάλη υπερρεαλιστική έκθεση στην Αμερική, το 1932, όπου και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Λίγο αργότερα όμως, ο Αντρέ Μπρετόν τον διαγράφει από το υπερρεαλιστικό κίνημα λόγω των πολιτικών θέσεων του, κυρίως σε ότι αφορά την υποστήριξη που φαίνεται να παρέχει στον Φράνκο της Ισπανίας. Στα πλαίσια αυτής της διαμάχης, ο Νταλί δηλώνει πως ο ίδιος είναι όλος ο υπερρεαλισμός ενώ ο Μπρετόν επινοεί τον περίφημο αναγραμματισμό του ονόματος του Νταλί, Avida Dollars (σε ελεύθερη μετάφραση άπληστος για δολάρια) ασκώντας κριτική στο αμιγώς εμπορικό πνεύμα που κατά τη γνώμη των υπερρεαλιστών είχε αναπτύξει ο Νταλί.

Με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη, ο Νταλί μαζί με την Γκαλά, εγκαθίσταται στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940 όπου και θα ζήσει για τα επόμενα οκτώ χρόνια. To 1941 εργάζεται για την Walt Disney πάνω στη δημιουργία ενός κινούμενου σχεδίου (το Destino) αλλά μόνο 15 δευτερόλεπτα παρουσιάζονται ολοκληρωμένα πέντε χρόνια αργότερα. Το 1942 δημοσιεύεται και η αυτοβιογραφία του The Secret Life of Salvador Dali (Η κρυφή ζωή του Σαλβαδόρ Νταλί).

Μετά την παραμονή του στην Αμερική, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ισπανία. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την δικτατορία του Φράνκο, προκαλεί δυσμενή σχόλια, τα οποία επεκτείνονται συχνά και στα καλλιτεχνικά του έργα. Την περίοδο 1960 - 1974 εργάστηκε σχεδόν αποκλειστικά για την δημιουργία του Θεάτρου-Μουσείου Γκαλά-Σαλβαντόρ Νταλί στο Φιγέρας.

Το 1982 ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος της Ισπανίας του απονέμει τον τίτλο του μαρκήσιου. Την ίδια χρονιά, στις 10 Ιουνίου πεθαίνει η Γκαλά, γεγονός που προκαλεί έντονη θλίψη στον Νταλί, ο οποίος αποπειράται να αυτοκτονήσει.

Ο Νταλί πέθανε τελικά από καρδιακό επεισόδιο στις 23 Ιανουαρίου του 1989 στην πόλη που γεννήθηκε. Ο τάφος του βρίσκεται μέσα στο Μουσείο του στο Φιγέρας.

Μέσα απο το κατώφλι μιας παλιάς ισπανικής πόρτας στο Καδάκες της Ισπανίας μπαίνοντας έβλεπες εναν χώρο γεμάτο απο βιβλία και σκόρπια ετερόκλιτα και παλιά αντικείμενα.Παντού γύρω δέσποζαν κούκλες για βιτρίνες, το μοντέλο ενος γιγαντιαίου μορίου, βενετσιάνικες μάσκες, ένα γύψινο ομοίωμα του Ερμή του Πραξιτέλη μασκαρεμένο με μια προσωπίδα ξιφασκίας. Στην άκρη σωρός απο χρώματα, πινέλα, κάρβουνα και μουσαμάδες. Και κάπου στη μέση το καβαλέτο του. Μέσα σε αυτό το ατελιέ ο Νταλί ζωγράφισε τον σουρεαλισμό μέσα απο τις παραληρηματικές ιδέες και τις εμμονές του. Ο άνθρωπος με το μουστάκι που θύμιζε κεραίες, μίλούσε για τις εμμονές του με αγγέλους, για τη σύγχυση των φύλων, για τον τρόμο του για το στήθος, τον φόβο του για τον γυναικείο κόλπο και τα αφροδίσια νοσήματα.

Φθινόπωρο
Το Φθινόπωρο του Νταλί ήταν το Παρίσι με την «αυλή» του στο αγαπημένο του μαγαζί, που ήταν γεμάτο με βαλσαμωμένα ζώα, σκελετούς κορκοδείλων,αυγά στρουθοκάμηλου,σαγόνια καρχαρία. Διασκέδαζε με το να παίζει τον ρόλο του βασιλιά που τον περιστοίχιζε η υποταγμένη του «αυλή» . Του άρεσε να περιτρυγιρίζεται απο εκκεντρικές προσωπικότητες που του έκαναν εντύπωση και τους έδινε παρατσούκλια γιατί θεωρούσε οτι τα ονόματα ήταν πολύ πεζά και δυσκολοπρόφερτα.. Στο Παρίσι μιλούσε για το αγαπημένο του ναρκωτικό-το μεταλλικό νερό, για το χρώμα του το μώβ, το χρώμα της Λειτουργίας και των τελετών. Σο Λούβρο με το μπαστούνι του Κόμη Μοντεσκιέ που είχε στη συλλογή του, έδειχνε περιπαιχτικά τον πίνακα της Τζοκόντα. Δεν του άρεσε το διφορούμενο ύφος της και έβλεπε το πρόσωπο της έκφυλο που σε προκαλούσε να πλησιάσεις. Αγαπούσε τις χρυσώσεις, τα μπαστούνια του,τα λουλούδια του- τις αμαρυλλίδες. Ζούσε με έναν τρόπο τελετουργικο.Κάθε μέρα έτρωγε στο ίδιο εστιατόριο, έπαιρνε το τσάι ή το κοκτέιλ του ενώ έλεγε πόσο θαύμαζε την ομορφιά στο ελληνικό ιδεώδες-τον Ερμαφρόδιτο που κατά την γνώμη του ήταν η θεία ύπαρξη.

Χειμώνας
Ο χειμώνας του περνούσε στην Νέα Υόρκη.Ο Νταλί την έλεγε ως την πιο estimulante(ερεθιστική) πόλη του κόσμου.Στη Νέα Υόρκη έβρισκε υπερρεαλιστικό το γαλάζιο του ουρανού που αντανακλούσε στα τζάμια των ασημί κτιρίων.Του άρεσαν οι καπνοί που ξεπηδούσαν απο τα έγκατα της πόλης στη μέση των μισοασκασμένων δρόμων.Λάτρευε που το φώς και η ατμόσφαιρα της του θύμιζαν τον ουρανό της Ολλανδίας. Έπαιρνε το πρωινό του στο ξενοδοχείο παρέα με τις βρώμικες φανέλες του.Όταν έπαιρνε το πρόγευμα του, άφηνε να στάζει ο καφές και το γάλα πάνω στις φανέλες του. Έλεγε πως κάνουν εξαίσιες κηλίδες.Μπορείς καυχιόταν, απάνω τους να δείς γεωγραφικούς χάρτες ή πίνακες εκπληκτικής ομορφιάς. Έτρωγε σε ενα πύργο φτιαγμένο απο πέτρα σχολιάζοντας μια ταπετσαρία που αναπαριστούσε μια Κυρία με έναν Μονόκερο. Ό Νταλί διηγόταν για τους μονόκερους οτι ήταν μυθικά ζώα που συνόδευαν μεσαιωνικές παρθένες και η παρουσία τους ήταν εγγύηση της αγνότητας τους. Αυτό που αγαπούσε περισσότερο ήταν.. να αποβλακώσει κάποιον.

Άνοιξη
Η άνοιξη του Νταλί θαύμαζε την Βαρκελώνη. Μιλούσε για την θεωρία του πάνω στις μυρωδιές. Τις μυρωδιές αγιότητας κάποιων μαρτύρων, μυρωδιές που απόρεαν απο την χημική αντίδραση του εν αποσύνθεσει σώματος. Είχε πειστεί οτι για την σχέση μεταξύ αναθυμιάσεων του ανθρώπινου σώματος και της ηθικής ποιότητας του ατόμου οτι μονάχα οι μυστικιστικές υπάρξεις δεν μύριζαν άσχημα. Παρακολουθούσε ταυρομαχίες και πρόσεχε τα εκτυφλωτικά χρώματα, την πολυτέλεια των κουστουμιών που φοροούσαν οι ταυρομάχοι. Του άρεσε η ευγένεια των αλόγων, το πιτσιλισμένο με αίμα, μαύρο του ταύρου. Έκανε βόλτες σε κακόφημες γειτονιές με μπάρ γεμάτα ναύτες και καμπαρέ. Αγόραζε υλικά για τη ζωγραφική του και αντίκες απο το Καρέ ντε λε πλάγια και διασκέδαζε απο φάλτσες μελωδίες μουσικών. Εμπνέοταν την υλοποίηση των παραληρηματικών του ιδεών στο Μουσείο του στο Φιγκέρας. Ενα αυτοκίνητο γεμάτο ζωντανά σαλιγκάρια, ένα σαλόνι –μπουντουάρ στο σχήμα του προσώπου της Μέι Γουέστ, γιγαντιαία αυγά στη πρόσοψη του μουσείου που θύμιζαν Ντε Κιρίκο.

Καλοκαίρι
Το καλοκαίρι του Νταλί ήταν κοντά στο Καδάκες, κόντα στην γενέτειρα του το Φιγκέρας. Το Καδάκες του θύμιζε την παιδική του ηλικία. Πολύ μικρός κλείστηκε μέσα στον μύλο του Καδάκες για να μάθει να ζωγραφίζει κεράσια.Πολύ γρήγορα κατάλαβε οτι για κάθε κεράσι του χρειαζόταν τρείς πινελιές. Κόκκινη, σκούρα πορφυρή για το σκιασμένο μέρος του φρούτου και λευκή γις την ανταύγεια που το έκανε να γυαλίζει.Περνούσε μικρός ώρες ατελείωτες στον καταρράκτη του χωριού τρώγοντας ψωμί και σοκολάτα. Το σπίτι του στο Πόρτ Λιγκατ του Καδάκες ήταν γεμάτο ελιές και τα σκαλοπάτια του ήταν πνιγμένα στις πικροδάφνες. Έτρωγε αστακό με σοκολάτα, έπαιρνε την σιέστα του, ζωγράφιζε στο ατελιέ του. Ο ήχος του πικ άπ του θύμιζε σαρδέλες μέσα σε καύτο λάδι.Φορούσε τα βρώμικα γυαλιά του που δεν τα καθάριζε ποτέ γιατί έλεγε οτι ήταν όλα πιο όμορφα, θολά. Πίστευε οτι η ζωή είναι πιο ποιητική όταν ζείς με λάθη και αρώματα. Μιλούσε για τις λιμπελούλες, ότι ήταν ζωύφια που εμφανίζουν συμπτώματα αντί-έλξης όπως και οι μύγες και τις θεωρούσε μηχανές του μέλλοντος.


Και ξανάρθε πάλι ο Χειμώνας του Νταλί με το θάνατο της γυναίκας του Γκαλά. Έπεσε σε βαθιά κατάθλψη, πάθαινε νευρικείς κρίσεις, τρέμουλες και διακατέχοταν απο φανταστικούς φόβους. Πάθαινε κρίσεις αληθινής τρέλας ουρλιάζοντας και χειρονομώντας σαν δαιμονισμένος, έπεφτε κάτω ξερός και δεν ήθελε με τίποτα να τον σηκώσουν. Ζητούσε να μείνει αβοήθητος και μόνος. Ζήτησε να ταριχεύσουν τη Γκαλά σε ένα γυάλινο φέρετρο και να την βάλουν μέσα στο σπίτι της στο Πουμπόλ. Αν και το να την ταριχεύσουν ήταν παράνομο, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια. Η τρέλα του τον έκανε να αποκηρύξει και ώς πλαστά ορισμένα απο τα εκτεθειμένα έργα του. Με τον χαμό της γυναίκας του το μόνο που τον παρηγορούς πιαε ήταν ένα μικρό ξυλαράκι της Γκαλά που για δεκαετίες το κρατούσε στη τσέπη του για φυλαχτό χωρίς ούτε μια στιγμή να το αποχωριστεί.

Έργα του Νταλί

χωρίς λόγια