Δομήνικος Θεοτοκόπουλος - Ελ Γκρέκο(El Greco)
Αν ο Λεονάρντο ήταν ο ζωγράφος που αποικόνησε την ανθρώπινη αντίληψη για το πρόσωπο του θείου στο χαμόγελο της τζοκόντας και ο Μιχαλάτζελο εκείνος που απέδωσε τον άνθρωπο σαν εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού, ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος απέδωσε καλύτερα απ όλους την ανθρώπινη μεταφυσική αγωνία.
Ο el Greco, είναι ένας γίγαντας τηςπαγκόσμιας τέχνης, ο ζωγράφος που έζησε ανάμεσα σε δυό εποχές, στον παλιό κόσμο της τέχνης που χάνεται και στον καινούργιο που ερχόταν.
Αλλά το σημαντικότερο, ήταν ο προφήτης των μοντέρων καιρών.
Ο Ελ Γκρέκο (Δομίνικος Θεοτοκόπουλος) γεννήθηκε το 1541 στο Χάντακα του Ηράκλειο της ενετοκρατούμενης Κρήτης, που αργότερα θα χαρακτηρίστει ως ένας από τους πιο ανήσυχους και αινιγματικούς ζωγράφους όλων των εποχών.
Στην Κρήτη έλαβε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και δέχτηκε τις επιδράσεις των Κρητών ζωγράφων και της βυζαντινής τέχνης.
Το 1566 πηγαίνει στη Βενετία και μαθητεύει στο εργαστήριο του Τιτσιάνο από όπου αφομοιώνει τη δυτική τάση στη ζωγραφική. Αργότερα στη Ρώμη και τελικά στο Τολέδο της Ισπανίας το 1577. Εκεί πήρε και το όνομα «Εl Greco».
Βιογραφία
Νεανικά χρόνια
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννήθηκε πιθανότατα το 1541 στον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο της Κρήτης, την εποχή της Βενετοκρατίας. Η ημερομηνία γέννησης του προκύπτει όχι από κάποιο επίσημο έγγραφο της εποχής αλλά με βάση μία ιδιόχειρη σημείωση του, σύμφωνα με την οποία το 1606 ήταν 65 ετών. Ο πατέρας του, Γεώργιος Θεοτοκόπουλος, ήταν φοροσυλλέκτης και έμπορος. Για τη μητέρα του δεν διαθέτουμε πληροφορίες, ενώ άγνωστη παραμένει και η ταυτότητα μίας ενδεχόμενης πρώτης, Ελληνίδας συζύγου του. Είχε έναν μεγαλύτερο αδελφό, τον Μανούσο Θεοτοκόπουλο (1531-1604), ο οποίος ακολούθησε το επάγγελμα τού πατέρα τους.
Ο Θεοτοκόπουλος εκπαιδεύτηκε ως αγιογράφος, γεγονός που πιστοποιείται από ένα δημόσιο έγγραφο του 1563, ενώ θα πρέπει να μελέτησε από νεαρή ηλικία την αρχαία ελληνική και κλασική γραμματεία, κρίνοντας από την πλούσια βιβλιοθήκη, που κληροδότησε μετά το θάνατό του. To όνομα του πρώτου δασκάλου του δεν είναι γνωστό, αν και το όνομα του Ιωάννη Γριπιώτη (1516-69) έχει προταθεί. Στην Κρήτη, που από το 1211 αποτελούσε μέρος της ενετικής επικράτειας, οι ζωγράφοι και οι αγιογράφοι συνδύαζαν το βυζαντινό ιδίωμα με τις Δυτικές επιρροές, φιλοτεχνώντας φορητές κυρίως εικόνες και διαμορφώνοντας τη λεγόμενη «Κρητική σχολή». Στο Χάνδακα εργάζονταν κατά το 16ο αιώνα περίπου διακόσιοι ζωγράφοι, οργανωμένοι σε συντεχνίες σύμφωνα με τα ιταλικά πρότυπα. Ο Θεοτοκόπουλος εξοικειώθηκε από νωρίς με έργα καλλιτεχνών της Αναγέννησης που κυκλοφορούσαν στη βενετοκρατούμενη Κρήτη και από το 1563 εξασκούσε επίσημα το επάγγελμα του ζωγράφου. Η πληροφορία αυτή εκμαιεύεται από μία αναφορά στο όνομα του σε επίσημο έγγραφο της εποχής, στην οποία περιγράφεται ως δάσκαλος (maestro Domenigo). Μία από τις πρώτες πληροφορίες που διαθέτουμε για κάποιο έργο του προέρχεται επίσης από άλλο έγγραφο του 1566, σύμφωνα με το οποίο δόθηκε στον Θεοτοκόπουλο άδεια για να πουλήσει με λαχνό μία εικόνα που εκτιμήθηκε στα 70 δουκάτα, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό για την εποχή και ειδικότερα για έναν νέο καλλιτέχνη.
Με δεδομένο πως στην εποχή του συνυπήρχαν στην Κρήτη Ορθόδοξοι και Καθολικοί, παραμένει αμφιλεγόμενο σε ποιό από τα δόγματα αυτά ανήκε η οικογένειά του. Θεωρείται πιθανότερο πως ήταν ορθόδοξη, εκδοχή που στηρίζεται σε μελέτες αρχειακών και νομικών εγγράφων, σύμφωνα με τις οποίες ένας θείος του ήταν ορθόδοξος ιερέας, ενώ το όνομα τού Δομήνικου Θεοτοκόπουλου δεν καταγράφεται στα αρχεία των βαφτίσεων της Καθολικής Εκκλησίας στην Κρήτη. Διαφορετικές πηγές κάνουν επίσης λόγο για πιθανή καταγωγή του από καθολική οικογένεια. Ορισμένοι μελετητές εκτιμούν πως ο Θεοτοκόπουλος ασπάστηκε αργότερα το καθολικό δόγμα, λαμβάνοντας υπόψη τη διαθήκη του, στην οποία ανέφερε πως υπήρξε «πιστός Καθολικός». Η διαθήκη αυτή έχει αμφισβητηθεί, συνυπολογίζοντας την υποχρέωση του να τη συντάξει σύμφωνα με τις επιταγές της Ιεράς Εξέταξης.
Ιταλία
Με δεδομένο πως η Κρήτη ανήκε στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Βενετίας, ήταν φυσιολογική η εγκατάστασή του στη Βενετία για τη συνέχιση των σπουδών του. Η ακριβής χρονολογία άφιξής του δεν είναι γνωστή, ωστόσο εκτιμάται πως εγκατέλειψε την Κρήτη το 1567[iv]. Έζησε στη Βενετία περίπου μέχρι το 1570 επιχειρώντας να ακολουθήσει τα πρότυπα των καλλιτεχνών που κυριαρχούσαν στη καλλιτεχνική ζωή της πόλης, μεταξύ αυτών ο Τιτσιάνο και ο Τιντορέτο. Την ίδια περίοδο υιοθέτησε την τεχνική της ελαιογραφίας, ζωγραφίζοντας πλέον σε μουσαμά και εγκαταλείποντας το ξύλο. Ένα από τα έργα που αποτυπώνουν τη μετάβαση του Θεοτοκόπουλου από το βυζαντινό στο Δυτικό ιδίωμα, είναι το Τρίπτυχο της Μοντένα (π. 1560-1565) το οποίο περιλάμβανε στοιχεία εμφανώς εμπνευσμένα από τα πρότυπα που κυριαρχούσαν στην Ιταλία, συνυφασμένα με θέματα επηρεασμένα από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα.
Το 1570 βρέθηκε στη Ρώμη, γεγονός που μας αποκαλύπτεται από σχετική επιστολή του ζωγράφου Τζούλιο Κλόβιο, μέσα από την οποία συστήνει τον Θεοτoκόπουλο στον προστάτη του, καρδινάλιο Αλεσάντρο Φαρνέζε, περιγράφοντάς τον ως έναν «νεαρό από τον Χάνδακα, μαθητή του Τιτσιάνο» και «σπάνιο ταλέντο στη ζωγραφική». Πιθανά προκειμένου να ανταποδώσει την εξυπηρέτηση, ο Ελ Γκρέκο πραγματοποίησε μία ημίσωμη προσωπογραφία του Κλόβιο, η οποία αποτελεί και την παλαιότερη προσωπογραφία του που διασώζεται μέχρι σήμερα. Στη Ρώμη, ο Θεοτοκόπουλος, όπως και άλλοι διακεκριμένοι ζωγράφοι, ήρθε αντιμέτωπος με τον σκληρό ανταγωνισμό που επικρατούσε την εποχή εκείνη, την ίδια στιγμή που δέσποζε η παρουσία του Τιτσιάνο και εξακολουθούσε να ασκεί επίδραση το έργο του Μιχαήλ Άγγελου, έξι χρόνια μετά το θάνατό του.
Η σχέση τού Γκρέκο με το έργο του τελευταίου παραμένει αμφιλεγόμενη. Σύμφωνα με μία ανεκδοτολογική αναφορά που δεν επιβεβαιώνεται, πρότεινε στον πάπα Πίο Ε' να φιλοτεχνήσει πάνω στην Δευτέρα Παρουσία του Μιχαήλ Άγγελου, έργο με το οποίο είχε διακοσμήσει την Καπέλα Σιξτίνα. Όταν αργότερα τού ζητήθηκε να εκφέρει την άποψή του για τον Μιχαήλ Άγγελο, ο Θεοτοκόπουλος απάντησε πως τον θεωρούσε έναν καλό άνθρωπο, ο οποίος όμως δεν γνώριζε να ζωγραφίζει. Ο Φρανθίσκο Πατσέκο επίσης αναφέρει δυσμενή σχόλια του Γκρέκο για τον Μιχαήλ Άγγελο, κατά τη διάρκεια συνάντησής τους στο Τολέδο, λίγο πριν το θάνατο του.
Από την άλλη πλευρά, η επίδραση που τού άσκησε θεωρείται δεδομένη. Οι προσωπογραφίες των Τιτσιάνο, Μιχαήλ Άγγελου, Κλόβιο και Ραφαήλ που φιλοτέχνησε στο έργο Η εκδίωξη των εμπόρων, έχουν ερμηνευτεί ως επιθυμία του να αποδώσει ένα φόρο τιμής σε αυτούς, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό την αξία τους. Φαίνεται ωστόσο πως ο Γκρέκο έδειξε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο δυναμισμό του Κορέτζιο και την κομψότητα των έργων του Παρμιτζανίνο.
Στο Παλάτσο Φαρνέζε γνώρισε τον ουμανιστή βιβλιοθηκάριο του Φαρνέζε, Φούλβιο Ορσίνι, ο οποίος υπήρξε υποστηρικτής του Γκρέκο και στη συλλογή του βρέθηκαν αργότερα επτά έργα του. Δουλεύοντας στην υπηρεσία του Αλεσάντρο Φαρνέζε, δεν είχε σημαντικές ευκαιρίες να αναδείξει το ταλέντο του και ανέλαβε τελικά λίγες παραγγελίες. Το 1572 αποπέμφθηκε τελικά από το Παλάτσο Φαρνέζε, γεγονός που πιστοποιείται από μία επιστολή του Θεοτοκόπουλου, με ημερομηνία 6 Ιουλίου 1572, στην οποία διαμαρτύρεται για την άδικη εκδίωξή του από το παλάτι.
Στις 18 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς, κατέθεσε αίτηση για να γίνει μέλος της συντεχνίας ζωγράφων του Αγίου Λουκά, με το όνομα Domenico Greco, αποφασίζοντας προφανώς να ακολουθήσει σταδιοδρομία ανεξάρτητου και αυτόνομου καλλιτέχνη. Συνολικά, οι πίνακες που φιλοτέχνησε στην Ιταλία ακολούθησαν τα αναγεννησιακά πρότυπα του 16ου αιώνα στη Βενετία[12], ειδικότερα σε ότι αφορά την απόδοση του φωτός ή την έμφαση στο χρώμα, παραμερίζοντας το βυζαντινό ιδίωμα και υιοθετώντας μία διαφορετική τεχνική και στοιχεία του μανιερισμού.
Ισπανία
Το 1577 καταγράφεται η παρουσία του Γκρέκο στην Ισπανία, χωρίς να διαθέτουμε πολλές πληροφορίες για τις δραστηριότητές του την περίοδο 1572-76 στην Ιταλία. Αρχικά εγκαταστάθηκε στη Μαδρίτη και αργότερα στο Τολέδο, πόλη που αποτελούσε τότε θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της Ισπανίας, με περίπου 62.000 κατοίκους το 1571.
Εκεί δημιούργησε ορισμένα από τα πιο γνωστά έργα της ώριμης περιόδου του και γνώρισε την καθιέρωση. Στις πρώτες παραγγελίες που ανέλαβε ανήκαν τρία ρετάμπλ για την εκκλησία του Αγίου Δομήνικου και ο πίνακας Ο Διαμερισμός των Ιματίων του Χριστού (1577-79) που μεταφέρθηκε στο σκευοφυλάκιο του καθεδρικού ναού της πόλης. Συμμετείχε επίσης στο εικονογραφικό πρόγραμμα για το Ανάκτορο του Εσκοριάλ, το οποίο υπήρξε ενδεχομένως και ο κύριος λόγος για τον οποίο εγκαταστάθηκε στην Ισπανία, επιδιώκοντας να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά.
Ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας επέλεξε αρχικά το ζωγράφο Χουάν Φερνάντες δε Ναβαρέτε να διακοσμήσει την εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου, ωστόσο μετά το θάνατό του, ανέθεσε το έργο στον Θεοτοκόπουλο. Εκείνος ολοκλήρωσε το έργο Το Μαρτύριο του Αγίου Μαυρίκιου (1580-82), το οποίο όμως δεν ικανοποίησε το βασιλιά, με αποτέλεσμα να μην τοποθετηθεί στην εκκλησία του Εσκοριάλ, πιθανώς γιατί δεν ήταν συμβατός με το πνεύμα που επιζητούσε ο ίδιος να κυριαρχεί.
Το γεγονός πως δεν κατάφερε να αποτελέσει μέλος τής βασιλικής αυλής, οδήγησε τελικά στη σύσφιξη των σχέσεών του με την πόλη του Τολέδου. Ο Παραβιθίνο τόνισε τη στενή σχέση του με την ισπανική πόλη, σε ένα σονέτο που συνέθεσε το 1614 προς τιμή τού Θεοτοκόπουλου, όπου αναφέρει πως «ζωή πήρε από την Κρήτη και χρωστήρες, πιο ωραία πατρίδα βρήκε στο Τολέδο, απ' όπου ξεκινά την αιωνιότητα να κατακτήσει διά του θανάτου».
Εκεί απέκτησε ένα γιο, τον Χόρχε Μανουέλ (Γεώργιος Εμμανουήλ), με την Χερόνιμα ντε λας Κουέβας (Doña Jerónima de Las Cuevas). Συνεργάστηκε με αρκετούς παραγγελιοδότες, όπως τον μοναχό και καθηγητή ρητορικής Ορτένσιο Φέλιξ Παραβιθίνιο (1580-1633), το νομομαθή Χερόνιμο δε Θεβάγιος (1562-1644) ή τον φίλο του και λόγιο της εποχής Αντόνιο δε Κοβαρούμπιας (1524-1602).
To 1586, ο ιερέας της ενορίας του Αγίου Θωμά, τού ανέθεσε την παραγγελία για τον πίνακα Η Ταφή του Κόμη Οργκάθ, που συνιστά μέχρι σήμερα ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του. Στις σημαντικότερες παραγγελίες που ανέλαβε στο Τολέδο ανήκει επίσης ένα ρετάμπλ που φιλοτέχνησε για το Ίδρυμα της Doña María de Aragon στη Μαδρίτη, καθώς και η διακόσμηση του παρεκκλησίου του Αγίου Ιωσήφ (Capilla de San Jose), που προέβλεπε δύο θρησκευτικές συνθέσεις και δύο γλυπτά των Δαβίδ και Σολομώντα.
Το εργαστήριο του γνώρισε μέγιστη ακμή κατά την περίοδο 1600-1607, ενώ συνεργάτης του υπήρξε από το 1597 και ο γιος του, το όνομα του οποίου αναφέρεται σε αρκετά έγγραφα της εποχής. Την περίοδο 1603-07, ο Χόρχε Μανουέλ ανέλαβε να φιλοτεχνήσει ορισμένα έργα που προορίζονταν για το νοσοκομείο Καριδάδ στο Ιγιέσκας, παραγγελία που οδήγησε τελικά σε μία οικονομική διαμάχη, καθώς οι παραγγελιοδότες δεν έμειναν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα.
Η τελευταία παραγγελία που ανέλαβε ο Θεοτοκόπουλος ήταν για το νοσοκομείο Ταβέρα του Τολέδου, για την οποία συνεργάστηκε με το γιο του.
Πέθανε στις 7 Απριλίου του 1614, πριν ολοκληρώσει το έργο και αρχικά θάφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Δομήνικου στο Τολέδο. Το 1619, ο γιος του μετέφερε το λέιψανό του στην εκκλησία του Σαν Τορκουάτο, η οποία αργότερα κατεδαφίστηκε με αποτέλεσμα να χαθεί το φέρετρό του. Στην απογραφή που συνέταξε ο γιος του μετά το θάνατο τού Γκρέκο, αναφέρονταν 143 ολοκληρωμένοι πίνακες, 45 γύψινα ή πήλινα προπλάσματα, 150 σχέδια, 30 σχέδια για ρετάμπλ καθώς και 200 χαρακτικά έργα.
(Από βικιπαιδεια)
Τα έργα του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου περιέχουν κάτι το ασυνήθιστο, κάτι που δεν είναι εύκολο να ερμηνευτεί.
Η αισθητική στην οποία στηρίζονται είναι ιδιόμορφη, οι προθέσεις του φαίνονται ανεξιχνίαστες.
Αλλά και ο ίδιος ο δημιουργός τους περικλείει γύρω του ένα μυστήριο το οποίο αντιστέκεται στις εύκολες ερμηνείες.
Ο Φραντσίσκο Πατσέκο γράφει στο Arte de la Pintura το 1649:
« Ήταν ένας μεγάλος φιλόσοφος, εύστοχος στις παρατηρήσεις του και είχε γράψει για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική».
Οι πραγματείες του για τη φιλοσοφία, τη θεολογία, τη λειτουργική, την αγιολογία, τη λογοτεχνία και την ιστορία έχουν χαθεί. Ωστόσο το ενδιαφέρον τού Δομήνικου Θεοτοκόπουλου για όλα αυτά φαίνεται τόσο στον κατάλογο των έργων της βιβλιοθήκης του, όσο και στις συναναστροφές του με φιλοσοφικούς κύκλους στην Ισπανία. Από τα βιβλία του φαίνεται το ενδιαφέρον του για τους αρχαίους κλασικούς, αλλά και για την Πλατωνική και Νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την τέχνη του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, θα πρέπει να εμβαθύνουμε στις φιλοσοφικές και θρησκευτικές του αντιλήψεις, οι οποίες αντανακλώνται στα έργα του με βαθιά εσωτερικότητα και έντονο το συμβολικό στοιχείο.
Είναι γνωστές οι εξαϋλωμένες, πέρα από το συνηθισμένο, μορφές του. Η πνευματικότητα που περιέχουν στην έκφραση. Σε όλο το θρησκευτικό έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου μπορούμε να διακρίνουμε το διαχωρισμό του υλικού από τον ουράνιο κόσμο, αλλά και την προσπάθειά του να ενώσει σταδιακά, μέσα από το χρώμα και το φως, το γήινο με το υπερβατικό.
Στο διάσημο έργο του «Η Ταφή του Κόμητος Οργάθ», το οποίο εξιστορεί το θρύλο της ταφής του αφέντη του Οργάθ, ενός ευεργέτη της εκκλησίας, τη στιγμή που οι Άγιοι Αυγουστίνος και Στέφανος εμφανίστηκαν, κατά θαυμαστό τρόπο, και απέθεσαν τον νεκρό στον τάφο του, διαφαίνεται έντονα αυτός ο Δυϊσμός.
Η ατμόσφαιρα του θαύματος δημιουργείται με έναν εκπληκτικό χειρισμό φωτός και χρώματος. Οι εκφράσεις στα πρόσωπα των παρευρισκομένων είναι εκστατικές και τα σώματά τους φαίνονται να αιωρούνται ανάμεσα στον γήινο και τον ουράνιο κόσμο, όχι μόνο σαν απλοί μάρτυρες, αλλά και κοινωνοί.
Ο άγγελος, ο οποίος ενώνει τη γη με τον ουρανό, βρίσκεται στον κεντρικό άξονα της σύνθεσης και ανεβαίνει στριφογυρίζοντας προς τον ουρανό, για να μεταφέρει την ψυχή του κόμη, η οποία έχει τη μορφή παιδιού.
Το ουράνιο πλήθος το οποίο υπάρχει δίπλα από τον Χριστό, είναι μορφές έντονα επιμήκεις και το φως που υπάρχει γύρω του γίνεται υπερβολικά λαμπερό, μέχρι που καταλήγει σε μια ακτίνα φωτός.
Αυτή η ιεράρχηση του χρώματος και του φωτός, αλλά και των μορφών από το γήινο προς το ουράνιο, το οποίο υπάρχει και σε άλλους πίνακές του, όπως στην Ανάσταση, στη Σταύρωση, στον Ευαγγελισμό κ.ά., η ύπαρξη του μεσολαβητή Αγγέλου, η ψυχή που αποδεσμεύεται και επιστρέφει εκεί από όπου προήλθε, μας παραπέμπουν στην Πλατωνική και Νεοπλατωνική δομή σκέψης. Την ύπαρξη των δύο κόσμων, του αισθητού και του ιδεατού και την επιστροφή της ψυχής μετά τον θάνατο στον κόσμο των ιδεών.
Τα υπερφυσικά μεγέθη του Χριστού, της Παναγίας και των Αγγέλων σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα που υπάρχουν στους πίνακές του, δείχνουν την ουράνια ιεραρχία, κάτι που υποστήριξε ο Διονύσιος ο αρεοπαγίτης, βιβλία του οποίου βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου. Είναι γνωστό όμως ότι και ο Πλωτίνος μίλησε για το ιεραρχημένο Σύμπαν. Αυτή η ιεράρχηση φαίνεται καθαρά στο έργο του «Η Βάπτιση του Χριστού».
Η στενόμακρη φόρμα που συναντάται σε πολλούς πίνακές του, με θρησκευτικό περιεχόμενο, είναι χαρακτηριστική. Με αυτόν τον τρόπο υπερβαίνει τη φυσική πραγματικότητα και δημιουργεί μια ψευδαίσθηση μορφών που αιωρούνται.
Πολλές φορές βλέπουμε μια παραμόρφωση στο χρώμα και τη φόρμα, έντονη επιμήκυνση των μορφών, με κεφάλια πολύ μικρά σε σχέση με το σώμα, έτσι που στο τέλος οι μορφές να φαίνονται σαν να είναι σε μια διάχυτη κατάσταση. Όταν ενώνονται δε με το έντονο φως, μοιάζουν με φλόγες.
Αυτή η έντονη απεικόνιση του φωτός, παραπέμπει στη πνευματική φώτιση, όπως ο ίδιος αναφέρει για τον πίνακά του «Άποψη και Χάρτης του Τολέδο».
Η απογύμνωση της μορφής από την ύλη και η σύλληψη μέσω του νου μιας ανώτερης πραγματικότητας, καταργούν τον τόπο και το χρόνο στους θρησκευτικούς του πίνακες και ο ίδιος έρχεται σε αντίθεση με την αριστοτελική άποψη ότι η μορφή και η ύλη είναι αναπόσπαστα ενωμένες.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό σύμβολο που παρατηρούμε, είναι το χέρι του Χριστού που ακουμπάει στο στήθος με τα δάχτυλα ανοιχτά, ενώ ο μέσος και ο παράμεσος είναι ενωμένοι. Αυτό φαίνεται σε αρκετούς πίνακες όπως: «Ο Διαμερισμός των Ιματίων», «Ο Άγιος Φραγκίσκος» κ.ά.
Ο τελετουργικός χαρακτήρας των παραστάσεών του, η έννοια της ιεραρχίας, το μεταφυσικό φως, η εξαΰλωση των μορφών, η συμβολική χρήση των χρωμάτων, η ανύψωση προς το πνευματικό στοιχείο, συνθέτουν το συνολικό έργο του μεγάλου ζωγράφου ο οποίος πέθανε το 1614.
Μετά το θάνατό του κάποιοι τον χαρακτήρισαν τρελό και δυσνόητο.
Ο El Greco όμως υπήρξε παράδειγμα πνευματικού ατόμου και μεγάλου καλλιτέχνη που κατόρθωσε να μεταφέρει τον πλούσιο εσωτερικό του κόσμο στους θαυμάσιους πίνακές του, μοναδικούς στο είδος τους.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ
Ιταλία και Ισπανία
Στην πρώιμη δημιουργική περίοδο τού Γκρέκο ανήκουν τα έργα που φιλοτέχνησε στην Κρήτη και στη Βενετία, για πολλά από τα οποία είναι δύσκολο να καθοριστεί αν ολοκληρώθηκε στον Χάνδακα ή στην ιταλική πόλη. Η Κοίμηση της Παναγίας (π. 1567, Εκκλησία της Κοίμησης της Παναγίας) που ανακαλύφθηκε το 1983 στη Σύρο και αποτελεί το πρώτο σωζόμενο έργο του με την υπογραφή του, καθώς και η φορητή εικόνα Ο ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζοντας την Παναγία (1560-67, Μουσείο Μπενάκη), αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών για την τεχνοτροπία του νεαρού Θεοτοκόπουλου. Η τεχνική και το ύφος των εικόνων διαπνέονται από μεταβυζαντινά στοιχεία, χωρίς όμως να απουσιάζουν και πρωτότυπα χαρακτηριστικά, όπως η υποτυπώδης απόδοση της τρίτης διάστασης ή του προοπτικού βάθους και τα έντονα χρώματα. Τα μοτίβα της δυτικής τέχνης είναι περισσότερο εμφανή σε άλλα έργα της ίδιας περιόδου, όπως στην Προσκύνηση των Μάγων (1565-67, Μουσείο Μπενάκη) και κυρίως στο Τρίπτυχο της Μόντενα (1560-65, Estense).
Στα τελευταία χρόνια παραμονής του στη Βενετία, ανήκει ο πίνακας Θεραπεία του Τυφλού (περ. 1565, Πινακοθήκη Δρέσδης), έργο που χαρακτηρίζεται από την επίδραση του Τιντορέτο, ως προς τη διάταξη των μορφών αλλά και την απόδοση των κτιρίων που φαίνονται στο βάθος].
Σε άλλα έργα, όπως ο Μυστικός Δείπνος (περ. 1568, Εθνική Πινακοθήκη Μπολόνιας) είναι εμφανής η διάθεσή του να αναπαραστήσει με φυσικό τρόπο την κίνηση των σωμάτων και τη θέση τους στο χώρο.
Την περίοδο της παραμονής του στη Ρώμη, ο Γκρέκο εξασφάλισε την αναγνώρισή του κυρίως μέσα από το είδος της προσωπογραφίας, στο οποίο ξεχωρίζουν τα πορτρέτα που φιλοτέχνησε για τον Τζούλιο Κλόβιο (Μουσείο Καποντιμόντε, Νάπολη) και τον στρατιωτικό Βιτσέντζο Αναστάζι (Συλλογή Frick, Νέα Υόρκη). Ο πρώτος απεικονίζεται σε μία ημίσωμη σύνθεση, ενώ ο δεύτερος σε όρθια στάση, ντυμένος με την πανοπλία του, σε μία σύνθεση που προαναγγέλλει τα μεταγενέστερα έργα του Βελάσκεθ.
Παράλληλα, ο Γκρέκο στράφηκε σε πιο φιλόδοξες συνθέσεις, με χαρακτηριστικό δείγμα την Εκδίωξη των εμπόρων από το ναό (1570-75, Ινστιτούτο Καλών Τεχνών Μινεάπολης). Πιθανότατα την ίδια περίοδο χρονολογείται και το έργο El soplón (Αγόρι που ανάβει κερί, π. 1570, Μουσείο Καποντιμόντε), που διακρίνεται για το πρωτότυπο θέμα του, το οποίο υπήρξε μάλλον ασυνήθιστο την εποχή εκείνη. Πιθανότατα, ο Θεοτοκόπουλος εμπνεύστηκε το έργο διαβάζοντας μία αναφορά στη Φυσική Ιστορία τού Πλίνιου, σύμφωνα με την οποία ο ζωγράφος Αντίφιλος είχε επεξεργαστεί το ίδιο θέμα.
Μετά την άφιξή του στο Τολέδο, οι πρώτες παραγγελίες που ανέλαβε αφορούσαν τρία ρετάμπλ για τη μοναστηριακή εκκλησία του Αγίου Δομήνικου του Παλαιού (Santo Domingo el Antiguo) και μία ελαιογραφία με θέμα τον διαμερισμό των ιματίων του Χριστού, γνωστή ως El Espolio, για τον καθεδρικό ναό της πόλης. Τα ρετάμπλ υπήρξαν παραγγελία του Ισπανού αρχιδιάκου του καθεδρικού ναού τού Τολέδου, Διέγο δε Καστίγια, ο οποίος ανήκε στον κύκλο γνωριμιών τού Φαρνέζε.
Για την εκκλησία του Αγίου Δομήνικου, ο Γκρέκο φιλοτέχνησε την Ανάληψη της Παναγίας (π. 1577, Ινστιτούτο Καλών Τεχνών, Σικάγο), έργο που πλαισιωνόταν από τις απεικονίσεις του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή (1577-79, Santo Domingo el Antiguo), του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή (1577-79, Santo Domingo el Antiguo), του Αγίου Βερνάρδου και του Αγίου Βενέδικτου.
Το πρόγραμμα της εικονογράφησης περιλάμβανε ακόμα συνθέσεις με θέμα την Αγία Τριάδα (1577-79, Μουσείο Πράδο), την Προσκύνηση των Ποιμένων, τον Άγιο Ιερώνυμο, την Ανάληψη του Χριστού και τον Άγιο Ιλδεφόνσο. Η Ανάληψη της Παναγίας, που τοποθετήθηκε στο κεντρικό ρετάμπλ της αγίας τράπεζας, όπως και η Αγία Τριάδα, αναδεικνύουν την ικανότητα τού Γκρέκο να συνδυάζει στοιχεία από τον Τιτσιάνο και τον Μιχαήλ Άγγελο, παραδίδοντας τελικά μία πρωτότυπη σύνθεση.
Εκτός από τα έργα ζωγραφικής, ανέλαβε επίσης το αρχιτεκτονικό σχέδιο των ρετάμπλ και άλλα διακοσμητικά στοιχεία τους.
O Διαμερισμός των ιματίων του Χριστού υπήρξε το δεύτερο σημαντικό έργο που φιλοτέχνησε στο Τολέδο, για το οποίο οι εκπρόσωποι του καθεδρικού ναού εξέφρασαν αντιρρήσεις ως προς το περιεχόμενο του, που οδήγησαν σε περαιτέρω οικονομική διαφωνία με τον Γκρέκο, σχετικά με την αμοιβή του.
Έχοντας ήδη αποκτήσει αναγνώριση, φιλοτέχνησε τον πίνακα Το μαρτύριο του Αγίου Μαυρίκιου (1580-82), έργο που χαρακτηρίζεται από μία αλλαγή ύφους, ειδικότερα σε ότι αφορά τον περιορισμό των ρεαλιστικών στοιχείων και την έμφαση στην πνευματική διάσταση της σκηνής.
Ο Άγιος Σεβαστιανός (1577-78, Μουσείο Καθεδρικού Ναού τής Παλένθια), φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1577-8 και αποτέλεσε το πρώτο γυμνό σε φυσικό μέγεθος που ζωγράφισε, πιθανώς εμπνευσμένος από τον Λαοκόων, έργο της Ελληνιστικής περιόδου, στο Βατικανό. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Θεοτοκόπουλος φιλοτέχνησε ένα ομώνυμο έργο (Λαοκόων, 1610-14, Εθνική Πινακοθήκη Ουάσιγκτον), που αποτελεί τον μοναδικό πίνακά του με θέμα από τη μυθολογία.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1580, ο Γκρέκο υιοθέτησε συχνά υπερβολικά χαρακτηριστικά στα έργα του, προκειμένου να αποδώσει υπερφυσικά στοιχεία, απομακρυνόμενος από τα αναγεννησιακά πρότυπα.
Η Ταφή του κόμη Οργκάθ (1586-88, Άγιος Θωμάς Τολέδου) μαρτυρά την τάση αυτή και αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά έργα του Γκρέκο, κατά πολλούς το σπουδαιότερο, που εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο την μανιεριστική μέθοδο που ακολουθούσε ο Γκρέκο.
Στα τέλη του 16ου αιώνα και στις αρχές του 17ου, ανέλαβε πολυάριθμες παραγγελίες, με σημαντικότερες εκείνες για το Ίδρυμα της Doña María de Aragon στη Μαδρίτη (1596-1600) και τo παρεκκλήσιο του Αγίου Θωμά στο Τολέδο (1597-9).
Ταφή του κόμη του Οργάθ (1586-88), Λάδι σε μουσαμά, 480x360 εκ., Τολέδο, Άγιος Θωμάς.
O πίνακας περιλαμβάνει δύο διακριτές περιοχές. Στο κάτω μέρος της σύνθεσης απεικονίζεται η κηδεία του κόμη, ενώ στο άνω μέρος, που συμβολίζει τον παράδεισο, η ψυχή του μεταφέρεται από έναν άγγελο, έχοντας πάρει τη μορφή ενός παιδιού. Σύμφωνα με ένα θρύλο, τη στιγμή της ταφής τού κόμη εμφανίστηκαν ως εκ θαύματος ο Άγιος Στέφανος και ο Άγιος Αυγουστίνος.
Έχει υποστηριχθεί πως ορισμένες μορφές του πίνακα απεικονίζουν επιφανείς προσωπικότητες του Τολέδου. Ειδικότερα, μία από τις μορφές στη δεξιά πλευρά του πίνακα ταυτίζεται με τον Αντόνιο δε Κοβαρούμπιας, συγκρίνοντας με την προσωπογραφία του, την οποία φιλοτέχνησε ο Γκρέκο το 1600.
Ο Θεοτοκόπουλος διακρίθηκε τόσο σε θρησκευτικές συνθέσεις όσο και σε προσωπογραφίες. Διασώζεται ένας μεγάλος αριθμός προσωπογραφιών του, προσωπικοτήτων κυρίως του στενού περιβάλλοντός του, όπως του λόγιου Αντόνιο δε Κοβαρούμπιας (π. 1600, Μουσείο του Λούβρου), του μοναχού Φέλιξ Ορτένθιο Παραβιθίνο (π. 1610, Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστόνης), του ιατρού Ροδρίγο δε λα Φουέντε (π. 1585, Πράδο) και του δημοτικού συμβούλου και νομομαθή Χερόνιμο δε Θεβάγιος (π. 1610, Πράδο). Σπανιότερα είναι τα πορτρέτα που φιλοτέχνησε για προσωπικότητες που κατείχαν δημόσια αξιώματα. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει η Προσωπογραφία του Καρδινάλιου (π. 1600, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), έργο για το οποίο ο Γκρέκο οδηγήθηκε ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης, εξαιτίας της – ασυνήθιστης για την εποχή – επιλογής του να ζωγραφίσει τον ιερωμένο (πιθανότατα πρόκειται για τον Φερνάνδο Νίνιο δε Γκεβάρα) φορώντας γυαλιά. Ο Θεοτοκόπουλος είχε σημαντική συνεισφορά στην ισπανική προσωπογραφία, αποτελώντας πρότυπο για τον Ντιέγκο Βελάσκεθ.
Διασώζονται μόλις τρεις τοπιογραφίες του Γκρέκο, οι δύο από τις οποίες απεικονίζουν το Τολέδο.
Ο πίνακας Άποψη του Τολέδου (1595-99, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης) φανερώνει την χαρακτηριστική τάση του να μην εστιάζει τόσο στην ακρίβεια της τοπιογραφίας όσο στη δραματοποίησή της. Ο Γκρέκο επέλεξε να απεικονίσει μόνο το ανατολικό τμήμα της πόλης, ενώ δεν δίστασε να τροποποιήσει τη θέση κτιρίων της, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες του στη σύνθεση.
Το έργο Άποψη και χάρτης του Τολέδου (1610-14, Σπίτι και Μουσείο Γκρέκο) χαρακτηρίζεται επίσης ως μία περισσότερο συμβολική παρά πιστή απεικόνιση της ισπανικής πόλης.
Σύμφωνα με μία επιγραφή που χάραξε ο ίδιος στον πίνακα, ζωγράφισε το νοσοκομείο του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή πάνω σε ένα σύννεφο, σε πρώτο πλάνο, προκειμένου να φαίνεται καλύτερα.
Κριτική θεώρηση
Μεταθανάτια φήμη
Κατά τη διάρκεια της ζωής του, το έργο του εκτιμήθηκε και προωθήθηκε περισσότερο από τους λόγιους, ουμανιστές και διανοούμενους και λιγότερο από το καλλιτεχνικό κατεστημένο. Αργότερα, αγνοήθηκε για μία περίοδο περίπου τετρακοσίων ετών. Δεν υπήρξαν μιμητές του, καθώς μόνο ο γιος του φρόντισε για την αναπαραγωγή ορισμένων από τις πιο γνωστές συνθέσεις του. Στη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, ο Γκρέκο τοποθετούνταν στην Ιταλική σχολή, έχοντας τη φήμη ενός ζωγράφου με τάσεις εκκεντρικότητας, στην προσπάθειά του να πρωτοτυπήσει, αλλά και με περιφρόνηση απέναντι στους καθιερωμένους κανόνες.
Για αρκετούς ιστορικούς, η τέχνη του Γκρέκο συνδέθηκε με το πνεύμα της Αντιμεταρρύθμισης, θεώρηση που συγκρούεται ή συμπληρώνεται με άλλες ερμηνείες, κυρίως Ελλήνων μελετητών του, που τονίζουν τη σημασία των βυζαντινών στοιχείων στην τέχνη του. Άλλοι ερευνητές, με βάση τις γραπτές σημειώσεις του Γκρέκο, τονίζουν περισσότερο την εικόνα ενός ζωγράφου με φιλοσοφικές αναζητήσεις (συνδεόμενο ειδικότερα με τις νεοπλατωνικές ιδέες), αποκομμένος από τα θρησκευτικά ζητήματα της εποχής και απασχολούμενος κυρίως με αισθητικά προβλήματα, σε σχέση με την διερεύνηση και απόδοση του φυσικού κόσμου μέσα από τη ζωγραφική].
Η τέχνη του Θεοτοκόπουλου ήταν αρκετά προσωπική και αυτόνομη, έτσι ώστε να μην ευνοηθεί η «συνέχειά» της, ενώ καθοριστικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε και η νέα μπαρόκ τεχνοτροπία που εκτόπισε τον μανιερισμό του 16ου αιώνα, με αποτέλεσμα το έργο του Γκρέκο να είναι ελάχιστα γνωστό κατά την περίοδο του μπαρόκ. Στη διάρκεια του 17ου αιώνα, υπό την άνθιση του κλασικισμού, και στις αρχές του 18ου, οι πίνακές του θεωρούνταν «υπερβολικοί» και «επιτηδευμένοι», ενώ η εκκεντρικότητά του συχνά ταυτίστηκε με ενδεχόμενη «παραφροσύνη»
Αργότερα, κατά την περίοδο του ρομαντισμού, τα έργα του επανεξετάστηκαν. Για τον Γάλλο ποιητή Θεόφιλο Γκωτιέ – έναν από τους πρώτους που εξέφρασαν θαυμασμό για το ύστερο έργο του Γκρέκο – θεωρήθηκε πρόγονος του ρομαντικού κινήματος στην αναζήτηση του παράδοξου ή του ακραίου.
Οι κριτικοί τέχνης Zacharie Astruc και Paul Lefort, συνέβαλαν επίσης στην προώθηση ενός νέου ενδιαφέροντος για τον Θεοτοκόπουλο, την ίδια στιγμή που Ισπανοί ζωγράφοι στο Παρίσι υιοθετούσαν την τεχνοτροπία του . Από τους πρωταγωνιστές αυτής της τάσης υπήρξε ο Ιγνάσιο Θουλοάγα (1870-1945), καλλιτέχνης βασκικής καταγωγής, ο οποίος αντέγραφε έργα του Γκρέκο που βρίσκονταν στο Πράδο. Στην Ισπανία, εκπρόσωποι του ιμπρεσιονισμού και του συμβολισμού, ανανέωσαν το ενδιαφέρον για το έργο τού Γκρέκο, το οποίο ερμήνευσαν ως προδρομικό εκείνου τού Βελάσκεθ.
Το 1908 ολοκληρώθηκε ο πρώτος αναλυτικός κατάλογος έργων του, από τον Ισπανό ιστορικό τέχνης Manuel Bartolomé Cossío. Με την άνθιση του εξπρεσιονισμού κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, το έργο του Γκρέκο θεωρήθηκε προδρομικό τού ρεύματος αυτού και σταδιακά επανεξετάστηκε αποκτώντας τελικά την εξέχουσα θέση που διατηρεί ως σήμερα στην ιστορία της τέχνης.
Ο ιστορικός και κριτικός τέχνης Ιούλιος Μάγιερ-Γκρέφε, κατέγραψε τις εντυπώσεις του από το έργο τού Γκρέκο, κατά την επίσκεψή του στην Ισπανία το 1909, αναγνωρίζοντας σε αυτό μοντέρνα στοιχεία.
Την ίδια αντίληψη εξέφρασε και ο κριτικός Roger Fry, θεωρώντας τον Γκρέκο «όχι μόνο μοντέρνο, αλλά αρκετά βήματα μπροστά».
Στις αρχές του 20ου αιώνα, υποστηρίχθηκε πως το ύφος που χαρακτηρίζει τα έργα της ύστερης περιόδου του ήταν αποτέλεσμα αστιγματισμού από τον οποίο έπασχε, άποψη που είναι μάλλον εσφαλμένη.
Επίδραση στον 20ον αιώνα
Εκτός από τους ιστορικούς της τέχνης και τους μελετητές τού έργου του, σημαντικό ρόλο στην επανεξέταση του διαδραμάτισαν επίσης ζωγράφοι του 20ου αιώνα, μέσα από το έργο τους. Ο Πωλ Σεζάν, πρόδρομος του κυβισμού, υπήρξε ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που υιοθέτησε κοινά στοιχεία με τον Θεοτοκόπουλο, όπως η επιμήκυνση των μορφών.
To έργο του Πάμπλο Πικάσο χαρακτηρίζεται επίσης από αρκετές αναφορές στον Γκρέκο, τον «πατέρα του» στη ζωγραφική όπως ο ίδιος τόνιζε[. Ορισμένα σχέδια και πίνακες της πρώιμης περιόδου του, μιμούνται το ιδίωμα του Θεοτοκόπουλου, ενώ ιδιαίτερα εμφανής είναι η επίδραση του κατά την «μπλε περίοδο» τού Πικάσο[.
Ο πίνακας Η ταφή του Κασαχέμας (1901, Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Παρισιού) τού Ισπανού ζωγράφου είναι εμπνευσμένος από την Ταφή του Κόμη Οργκάθ, ενώ και οι Δεσποινίδες της Αβινιόν (1907 ) αντλούν μοτίβα από τον πίνακα Η Πέμπτη Σφραγίδα της Αποκαλύψεως τού Γκρέκο.
Κατά τη δεκαετία του 1940, όταν ο Πικάσο ολοκλήρωσε μία σειρά πινάκων που αποτελούσαν παραλλαγές γνωστών έργων, φιλοτέχνησε επίσης την Προσωπογραφία ζωγράφου (1950, Συλλογή Angela Rosengart), έργο που αποτελεί τη δική του εκδοχή για την Προσωπογραφία του Χόρχε Μανουέλ Θεοτοκόπουλου (1600-05) τού Γκρέκο.
Η ΠΕΜΠΤΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ
"Και ότε ήνοιξε [το αρνίον] την πέμπτην σφραγίδα, είδον υποκάτω του θυσιαστηρίου τας ψυχάς των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού... και εδόθη αυτής εκάστω λευκή στολή..." Την οραματική αυτή σκηνή της Αποκάλυψης του Ιωάννη αποτυπώνει ο Γκρέκο σε μια από τις τελευταίες και πιο νεωτεριστικές του δημιουργίες, ζωγραφίζοντας τον Ιωάννη, γιγάντια φιγούρα, στην άκρη του πίνακα, και τα γυμνά σώματα των μαρτύρων λαμπερά και εξαϋλωμένα, όμοια με φλόγες που ανεβαίνουν προς τον ουρανό.
Παραγνωρισμένο για χρόνια, το έργο ανακαλύφθηκε ξανά στις αρχές του αιώνα και στάθηκε, με τη σχηματοποίηση των μορφών και την αφαιρετική του απλότητα, πηγή έμπνευσης για τον πρώτο κυβιστικό πίνακα: "Τις δεσποινίδες της Αβινιόν" του Πάμπλο Πικάσο.
Γιά αυτό το έργο, λένε, πως υπάρχει και άλλο από πάνω, το ουράνιο στοιχείο και πως χάθηκε ή καταστραφηκε από κάποιον που το έκοψε και το έκανε σκέπασμα για το πηγάδι του ή κάτι τέτοιο.Ποιος ξέρει την άληθεια..σημασία έχει ότι σώθηκε όσο σώθηκε και αποτελεί ακόμα και σήμερα πηγή έμπνευσης για εμάς τους νεώτερους.