O Tiziano (Τισιανός) είναι από τους μεγαλύτερους τεχνίτες του χρώματος.

Ο Τισιανός γεννήθηκε στο Πιέβε ντι Καντόρε των Βενετικών Αλπεων ανάμεσα στο 1485 και στο 1490. Σε πολύ νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Βενετία όπου μαθήτευσε κοντά στον Τζιοβάνι Μπελίνι (1430-1516) και συνεργάστηκε στην αρχή της καριέρας του με τον Τζιορτζιόνε (1475-1510).
Μετά τον θάνατο του Τζιοβάνι Μπελίνι, ο Τισιανός πήρε τη θέση του δασκάλου του ως επίσημου ζωγράφου της Ενετικής Δημοκρατίας ενώ παράλληλα η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα σύνορα της πόλης των Δόγηδων. H πρώτη επαφή του Τισιανού με τον Κάρολο E´ έγινε όταν ο Κάρολος εστέφθη αυτοκράτορας στην Μπολόνια το 1530.
Τρία χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας διόρισε τον Τισιανό αποκλειστικό προσωπογράφο του και του έδωσε τον τίτλο του ιππότη. Την ίδια εύνοια έδειξε προς τον Τισιανό και ο γιος του Καρόλου E´, ο Φίλιππος B´, αλλά ο ζωγράφος δεν δέχθηκε ποτέ να εγκατασταθεί στην αυλή των Αψβούργων και να εγκαταλείψει τη Βενετία.
Πέθανε στις 27 Αυγούστου του 1576, θύμα και αυτός της επιδημίας πανώλους που έπληξε εκείνη τη χρονιά τη Βενετία.

απο καθημερινη

Γλυκά σώματα πάνω σε μαλακά βελούδα
Ο Τισιανός ήταν εξαιρετικός στο να αφομοιώνει άλλους δίχως να μιμείται αλλά και να αφομοιώνεται δίχως να γίνεται αντικείμενο μίμησης

Από τότε που, μικρός αλλά προικισμένος, ο Τισιανός εμφανίστηκε στον καλλιτεχνικό κόσμο της Βενετίας, έμεινε στην κορυφή του επαγγέλματός του μέχρι το θάνατό του, 70 χρόνια αργότερα. Σε προχωρημένη ηλικία, κάπου ανάμεσα στα 86 και 103 χρόνια του. Αφησε πίσω του ένα σώμα έργου που με την τόλμη, την ελευθερία, την πολυμορφία του, δεν έχει παρόμοιο. Είναι το ζενίθ της Αναγέννησης στη Βενετία και ο μεγαλύτερος κολορίστας της δυτικής ζωγραφικής. Ακόμη κι ένας τυπικός κατάλογος όλων των έργων του, σαν αυτόν του Φιλίπο Πεντρόκο που κυκλοφόρησε πρόσφατα (Titian: The Complete Paintings» Τέιμς και Χάντσον, 336 σελ. 50 στερλίνες), δεν είναι παρά ένα κουτί με πυροτεχνήματα. Τα χρώματα του Τισιανού μπορούν να φωτίσουν και την πιο σκοτεινή νύχτα κακοτυπίας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια σωστή και προσεγμένη δουλειά σαν αυτό τον τόμο, που μπορεί να είναι απόκτημα για τη βιβλιοθήκη του φιλότεχνου.

Kαθαρός σαν Ρόθκο

Πώς να ορισθεί η μαγεία του Τισιανού;Πρόχειρα αλλά όχι άστοχα, με βάση τη συσσωρευμένη γνώση και εμπειρία τεσσερισήμισι αιώνων, θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το αρμονικό χώνεμα του αισθησιασμού με το συμβολισμό. Ο Τισιανός έχει την ικανότητα να μετατρέπει αφηρημένα σύμβολα σε λαχταριστές, αισθησιακές πραγματικότητες. Ο θεατής παρασύρεται και χάνεται μέσα στη γοητεία των βελούδων του, μέσα στην ηδύτητα των γυναικείων σωμάτων. Στον «Βάκχο και την Αριάδνη» (Εθνική Πινακοθήκη, Λονδίνο) ο θεός μοιάζει να πέφτει μέσα από έναν από τους έντονα γαλάζιους ουρανούς της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Οι ύστερες μυθολογικές σκηνές του Τισιανού αφήνουν μια διαρκή εντύπωση καφεπόρφυρων και πράσινων, τόσο καθαρών όσο του Μαρκ Ρόθκο. Η μεγαλοφυΐα του ζωγράφου είναι μόνο το μισό από αυτό. Η προσεκτικότερη εξέταση των έργων αποκαλύπτει έναν άνθρωπο που συνομίλησε με τους θεούς και ισόβαθμα με τους μεγάλους ποιητές και φιλοσόφους του καιρού του. Συχνά μια μυθολογική σκηνή ή μια προσωπογραφία δείχνει ένα βαθύ ενδιαφέρον για τη νεοπλατωνική φιλοσοφία. Η «Αφροδίτη που δένει τα μάτια του Ερωτα», στην Γκαλερία Μποργκέζε, είναι ίσως μια αλληγορία της νεοπλατωνικής ιδέας για την ουράνια και την πάνδημη Αφροδίτη, είναι όμως κι ένα θέμα που ο καλλιτέχνης δημιούργησε για χάρη του γραμματισμένου πάτρωνά του. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες, ακόμη και οι μεγαλύτεροι, ανάμεσά τους, όπως ο Ραφαήλ, αρκούνται να δουλεύουν μέσα στη θεματολογία και τους τρόπους των προκατόχων τους. Οχι ο Τισιανός. Τα θέματά του, όπως οι μυθολογικές σκηνές από τον Οβίδιο, εμπνέονται από τα διαβάσματά του και τις σκέψεις του. Η ζωγραφική τεχνική του αντλεί από τους πειραματισμούς μέσα στο στούντιο και σαν τέτοια είναι δίχως προηγούμενο. Οπως γράφει ο Φίλιπ Χένσερ στην «Ομπζέρβερ», μεταμορφώνει τη ζωγραφική και κοιτάζει πάντα εμπρός και ποτέ πίσω.

Φυσικά, υπάρχουν πράγματα που ο Τισιανός τα πήρε από τους συγκαιρινούς του. Εχουν μελετηθεί οι επιρροές του από τον ρωμαϊκό μανιερισμό του 1540 και πιθανώς, υπερεκτιμηθεί. Είχε την ικανότητα να αφομοιώνει δίχως να μιμείται και η κατάδειξη ότι η στάση μιας Αφροδίτης του Τισιανού προέρχεται από τις μορφές στο «Νύχτα και μέρα» του Μιχαήλ Αγγέλου, φαίνεται απίστευτη. Τέτοια ήταν η ικανότητά του να αφομοιώνει. Εξίσου αποκαλυπτική είναι η ιδιότητά του να αφομοιώνεται ο ίδιος και όχι να γίνεται αντικείμενο μίμησης. Βλέπει κανείς στον Βερονέζε και τον Τιντορέτο πράγματα που κάθε άλλο παρά θα πίστευε ότι είναι του Τισιανού. Σαν τον Ρέμπραντ ενθάρρυνε τον δρόμο για τη μεγαλοσύνη κι όχι τον μαϊμουδισμό.

Η χαρακτηριστική υφή ενός ώριμου έργου του Τισιανού, πάστα σαν καπνισμένο μάγμα, το αποκαλεί ο Φίλιπο Πεντρόκο στο βιβλίο, είναι γέννημα μιας εξαιρετικά πολύπλοκης τεχνικής. Αυτήν την παραδίδει ο Πάλμα Τζιόβανε όπως την έχει καταγράψει ο Μάρκο Μποσκίνι. Πρώτα, διάγραμμα των κεντρικών μορφών με ωμά χρώματα, ο πίνακας κατόπιν αφήνονταν στην άκρη για λίγους μήνες για σκέψη. Υστερα, αναμόρφωσή του με συμπαγείς στρώσεις χρώματος.

Η τελική επιφάνεια γινόταν με τα δάχτυλα κυρίως παρά με τον χρωστήρα. Το αποτέλεσμα φανερώνει και αποκρύπτει τα βάθη του. Ο ώριμος Τισιανός είναι επεισόδια ουριοδρομημένα πάνω σε παχιές στρώσεις χρώματος, σε σκιές και φως. Δούλευε γρήγορα, αν ήταν ανάγκη -οι μεγάλες τοιχογραφίες για τη Σκουόλα ντελ Σάντο στην Πάδοβα έγιναν μέσα σε 23 μέρες- στην πλειοψηφία τους όμως τα έργα του ήταν προϊόντα βαθιάς σκέψης και στοχασμού.